Αναζήτηση αναρτήσεων

Η πτώση - μέρος 7

>> 12/11/09

Η Εύα κοιτούσε αχόρταγα τον Ιάσονα καθώς έβγαινε από την θάλασσα. Τα υπέροχα νερά του Ιονίου - είχαν πάει σε μια απόμερη, άδεια από άλλους ανθρώπους παραλία στα βόρεια της Λευκάδας - , τα χρώματα του αυγουστιάτικου δειλινού, η αίσθηση της λεπτής άμμου, όλα δημιουργούσαν ένα ειδυλλιακό κλίμα. Η θέα του βρεγμένου καλοφτιαγμένου κορμιού του, των ανακατεμένων καστανόμαυρων μαλλιών του, των άγριων γενιών του που είχε αφήσει να μακρύνουν κάπως παραπάνω τις τελευταίες μέρες, την γέμιζε αγαλλίαση. Ένιωθε υπέροχα. Δεν ήξερε τί ήταν αυτή η αίσθηση, ήξερε μόνο ότι ο Ιάσονας την ονόμαζε έρωτα. Αυτό ήταν λοιπόν; Αυτό που μοιραζόταν μαζί του; Όσο μαρτύριο, όσο πόνο δοκίμασε κατά την πτώση της, άλλο τόσο ένιωθε να ανακουφίζεται κάθε φορά που κοιτούσε, φιλούσε και ένιωθε τον Ιάσονα. Κατά κάποιον τρόπο αισθανόταν ξανά ολόκληρη. Γεμάτη.
Μετά από εκείνη την φλογερή νύχτα, που ο Ιάσονας - ήταν δυνατόν; - είχε αρνηθεί να ενωθεί μαζί της, χωρίς να της εξηγήσει το γιατί, η Εύα φοβήθηκε μήπως κάτι έχει αλλάξει, μήπως κάτι είχε πάει στραβά. Αλλά τίποτα τέτοιο δεν φαινόταν. Ο Ιάσονας ήταν το ίδιο ερωτευμένος με εκείνη. Μπορούσε να το καταλάβει. Μπορούσε να το δει. Ένα είδος αύρας, ενέργειας, μια μορφή εσωτερικού φωτός πήγαζε από μέσα του, και η Εύα το αντιλαμβανόταν. Μπορούσε ακόμα να δει πιο μακριά και πιο βαθιά από έναν κοινό άνθρωπο και αυτό το πεδίο γύρω από τον Ιάσονα, που δεν ήταν παρά μια απεικόνιση της εσωτερικής του Ροής, της ψυχικής του κατάστασης, που τρικυμίαζε κάθε φορά που ήταν μαζί της, ήταν λαμπερό και έντονο... Η Εύα ήξερε ότι πήγαζε και από την ίδια μια ταυτόσημη αύρα. Ήξερε επίσης ότι, κι αν ακόμα ο Ιάσονας δεν μπορούσε να την δει, όπως εκείνη, μπορούσε να την νιώσει με κάθε του κύτταρο, με κάθε ερέθισμα της μικρής, εύθραστης, εφήμερης, αλλά και τόσο πολύτιμης μέσα στην μοναδικότητά της ανθρώπινης ύπαρξής του. Και αυτό της αρκούσε.
Τί κολοσσιαίο λάθος είχαν διαπράξει. Αυτοί, που όριζαν το Σύμπαν, τον Χρόνο, τον Χώρο. Αυτοί, που νόμιζαν πως μπορούσαν να κάνουν τα Πάντα. Αυτοί, που νόμιζαν πως είναι τα Πάντα. Μόνο τώρα, που κοιτούσε την ζωή από την ανθρώπινη σκοπιά, μπορούσε η Εύα να καταλάβει το θεμελιώδες σφάλμα των Τοποτηρητών. Οι Σπορείς των Κόσμων δεν ήταν τελικά τίποτα άλλο από τύραννοι. Δημιουργούσαν ζωή για έναν και μόνο σκοπό - για να πλουτίσουν την δικιά τους αντίληψη για το Είναι. Κάθε φορά, λειτουργούσαν σαν σταθμοί συγκέντρωσης πληροφοριών, και κάθε φορά τα δημιουργήματά Τους, αμέτρητα όντα όλων των μορφών, σε όλες τις διαστάσεις, σε κάθε ανατάραξη του Ρου του Χρόνου, λειτουργούσαν ως δίαυλοι αναμετάδοσης. Όπως έκαναν και οι άνθρωποι, που κοίταζαν, παρατηρούσαν και μελετούσαν ακόμα και τα πιο απλά όντα που ήταν στην σφαίρα αντίληψής τους, στο γήινο περιβάλλον, γιατί έτσι ήλπιζαν να κατανοήσουν καλύτερα τον πεπερασμένο κόσμο στον οποίο ζούσαν. Έτσι και οι Τοποτηρητές, μάζευαν ερεθίσματα κι εμπειρίες από τον μικρόκοσμο κάθε όντος που δημιουργούσαν, γιατί αν και οι ίδιοι καταλάβαιναν την Φύση σε όλες της τις εκφάνσεις, και υπήρχαν ταυτόχρονα Παντού και Πάντα, δεν μπορούσαν ποτέ να γευτούν μια προσωπική εμπειρία στο επίπεδο ενός μεμονωμένου όντος. Γιατί πολύ απλά δεν είχαν τί να γευτούν. Η απόλυτη αδράνεια, το αβάσταχτο καθήκον να είναι συνεχώς Γνώστες όλων των γενομένων, Τους είχε κουράσει. Τους είχε αηδιάσει. Αλλά και Τους είχε διαφθείρει σε τέτοιο σημείο, Τους είχε κάνει τόσο ματαιόδοξους, που ούτε καν σκέφτηκαν ποτέ να παραχωρήσουν αυτήν την εξουσία. Όση ανία ένιωθαν μέσα στην δυσανάλογη μακαριότητά τους, άλλο τόσο φόβο ένιωθαν μήπως την χάσουν. Αυτό ήταν το τραγικό γνώρισμα της φυλής των Αγγέλων - είχαν καταρρεύσει κάτω από το βάρος της ίδιας Τους της τελειότητας. Κάτι που οι Προηγούμενοι είχαν νιώσει αλλά και ξεπεράσει με επιτυχία, για αυτό άλλωστε και ήταν αρκετά δυνατοί και ώριμοι για να παραχωρήσουν την εξουσία που είχαν στους Αγγέλους και να αναχωρήσουν οι ίδιοι για άλλα επίπεδα συνειδητότητας. Εξουσία που με την σειρά τους οι Προηγούμενοι είχαν πάρει από τους προ - Προηγούμενους και αυτοί από τους προ - προ - Προηγούμενους και ούτω καθ'εξής σε όλο το διαστατικό υφαντό.
Έφτασε κάποια στιγμή που οι αχόρταγοι Τοποτηρητές ένιωσαν νοσταλγία για τις ίδιες τις εμβρυακές μέρες της δικιάς Τους φυλής. Αναπόλησαν τις εποχές που ακόμα δεν είχαν υψωθεί σε αυτό που ήταν τώρα, αλλά που αθώοι και αδέξιοι έκαναν τα πρώτα εξελικτικά Τους βήματα. Γιατί ένιωσαν ξαφνικά τρυφερότητα για εκείνες τις σκοτεινές και άνοες εποχές; Για τον ίδιο λόγο που και οι άνθρωποι όταν ενηλικιώνονται νοσταλγούν τις μέρες της αθώας παιδικής τους ηλικίας. Γιατί καμιά φορά ένας νους γεμάτος γνώση θα ήθελε να ξαναγυρίσει σε καταστάσεις που αυτή η γνώση εξέλειπε και οι έγνοιες δεν τον βασάνιζαν. Δεν μπορούσαν όμως να ξαναγυρίσουν στην πρότερη Τους κατάσταση - δεν ήθελαν να ξαναγυρίσουν. Ήθελαν απλά να ξαναζήσουν κάποιες εμπειρίες. Όπως έκαναν και με κάθε άλλον ον στο Σύμπαν, ήθελαν να αφαιμάξουν αυτά που θα ένιωθε το δημιούργημά Τους. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, δεν μπορούσαν να φτιάξουν από την αρχή την φυλή Τους. Έτσι έφτιαξαν - αναγκαστικά - ένα κακέκτυπο. Τον άνθρωπο. Δεν τον δημιούργησαν μονομιάς, αλλά έδωσαν τα πρώτα ψήγματα της ζωής σε αυτόν τον μικρό πλανήτη που ονομάζεται Γη και τα άφησαν να εξελιχθούν μέχρι τα ανώτερα όντα και, τελικώς, τον άνθρωπο. Ήθελαν να νιώσουν την ικανοποίηση όλης της διαδικασίας της εξέλιξης... άλλωστε μερικά δισεκατομμύρια γήινα χρόνια δεν έκαναν καμία αίσθηση σε Εκείνους. Βέβαια, αυτή η εξέλιξη δεν ήταν ελεύθερη. Αν και οι εντολές των Προηγούμενων ήταν αυστηρές για την διαδικασία της φυσικής επιλογής, οι Τοποτηρητές επενέβαιναν συνεχώς καθ'όλη την πορεία, ώστε αυτό το ον που κάποια στιγμή θα εμφανιζόταν πάνω στην Γη, ο άνθρωπος, να Τους μοιάζει όσο το δυνατόν πιστότερα, έτσι ώστε και Αυτοί να παραλάβουν εμπειρίες που να πλησιάζουν όσο το δυνατόν περισσότερο στις δικές τους που αναπολούσαν.
Αλλά το σφάλμα Τους, το κοσμικό Τους λάθος, δεν ήταν δυνατό να καταπολεμηθεί. Πώς μπορούσαν να βάλουν σε καλούπι την συμπεριφορά μιας άλλης διάνοιας, έστω και τόσο πρωτόγονης σε σχέση με Αυτούς; Πώς μπορούσαν να κατευθύνουν τις πράξεις τους; Και να το κατάφερναν, τι ερεθίσματα μπορούσαν να προσλάβουν; Για τους Τοποτηρητές αξία είχαν μόνο οι αυθεντικές, αυθόρμητες, αυθύπαρκτες εμπειρίες. Νόμιζαν ότι μπορούσαν να τις αναπαραγάγουν ξανά... Λάθος. Η ανθρώπινη φυλή άρχισε να χαράσσει τον δικό της δρόμο. Άρχισε να δημιουργεί το δικό της αποτύπωμα. Μόνο που λόγω της ατελούς, βεβιασμένης από τους Αγγέλους φύσης τους, αμφιταλαντεύονταν πάντα ανάμεσα στην μακαριότητα και την καταστροφή. Όσο μπορούσαν να δίνουν ζωή, άλλο τόσο μπορούσαν να καταστρέψουν τον πλανήτη τους. Όσο ήθελαν να βοηθούν άλλα ανθρώπινα όντα, άλλο τόσο ηδονίζονταν με το να τους προκαλούν πόνο και μαρτύριο. Αντιφάσεις βαθιά ριζωμένες στην ανθρώπινη φύση.
Αλλά και αν όλα τα προηγούμενα ήταν για τους Τοποτηρητές παραδεκτά, στην βουλιμία τους να καπηλευτούν την ανθρώπινη ύπαρξη, υπήρχε κάτι που Τους είχε τρομάξει. Ένα γνώρισμα που δεν το είχαν οι Ίδιοι και δεν το είχαν συναντήσει σε κανένα άλλο ον. Λόγω της εκ φύσεως ατέλειάς του, σε αντίθεση με την πληρότητα της αγγελικής φύσης των Τοποτηρητών, κάθε ανώτερο πλάσμα πάνω στην Γη, με πρωτοστάτη τον άνθρωπο, χωριζόταν σε αρσενικό και θηλυκό. Έτσι το είχαν σχεδιάσει να συμβεί, γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν και κάτι καλύτερο. Για όλα τα πλάσματα, ερχόταν κάποια στιγμή που τα δύο αυτά κομμάτια ενώνονταν, σε μια διαδικασία που εξασφάλιζε την δημιουργία απογόνων. Ήταν μια καθαρά ενστικτώδης διεργασία, εμφυτευμένη από Εκείνους, την οποία έπειτα ακολουθούσαν, ανάλογα με το είδος του πλάσματος, άλλες ενστικτώδεις διεργασίες: η μητρική και η πατρική συμπεριφορά, η αναζήτηση τροφής για τους απογόνους κ.ο.κ. Στους ανθρώπους είχαν πάει όλη αυτήν την διαδικασία ένα βήμα παραπέρα, αφού την στιγμή της ανθρώπινης ένωσης, για ένα απειροελάχιστο χρονικό διάστημα, η προσομείωση που επιθυμούσαν οι Τοποτηρητές να πετύχουν για την δική Τους απόλαυση - η προσομείωση της πληρότητας - στεφόταν με επιτυχία. Εδώ θα μπορούσαν τα πράγματα να σταματήσουν... Αλλά η φύση, αυτή η ασταμάτητη Ροή του Είναι, είχε αποφασίσει αλλιώς. Γιατί οι άνθρωποι - ω, τι φρίκη για τους Αγγέλους! - είχαν προχωρήσει κι άλλο. Γιατί πλέον, η ένωση του αρσενικού με το θηλυκό, δεν υπαγορευόταν μόνο από το ένστικτο. Υπαγορευόταν από κάτι που οι Τοποτηρητές οι ίδιοι ούτε είχαν, ούτε θα μπορούσαν να νιώσουν ποτέ. Και αυτό λεγόταν έρωτας και αγάπη. Ο έρωτας, που ήταν πιο φλογερός, σύντομος και ορμητικός, και η αγάπη που ήταν πιο βαθιά, πιο στέρεη και που δεν υπήρχε μόνο στην ένωση των δύο φύλων, αλλά εκφραζόταν πλέον και σε άλλες πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης - η γονική αγάπη, η αδελφική αγάπη, η φιλική αγάπη. Πτυχές τις οποίες οι Τοποτηρητές είχαν προγραμματίσει και πάλι βάσει ενστικτωδών διαδικασιών, όπως και για κάθε άλλο γήινο πλάσμα, αλλά που οι άνθρωποι επέμεναν να τις αντιλαμβάνονται βαθύτερα, εντονότερα, με ένα τρόπο που τρόμαζε και γέμιζε φθόνο τους Δημιουργούς των Κόσμων. Γιατί, ακόμα και αν οι Τοποτηρητές ήταν πλήρεις και αδιαίρετες οντότητες, εν τούτοις η ένωση δυο πραγματικά ερωτευμένων και αγαπημένων ανθρώπων ξεπερνούσε στην πληρότητά της την ολότητα που ένιωθαν Εκείνοι. Γιατί μια τέτοια ένωση δεν ήταν πλέον το άθροισμα των δύο μισών. Κόντρα σε κάθε λογική, ήταν κάτι παραπάνω. Οι άνθρωποι το είχαν κάνει να είναι κάτι παραπάνω. Και αυτό το παραπάνω, οδήγησε τους Τοποτηρητές στην απόφαση να καταστρέψουν τους ανθρώπους. Τους δημιουργούσε φόβο, φθόνο και αμφιβολίες, αφού τους έκανε να αναρωτηθούν μήπως αυτό, που λείπει στους ίδιους και κατάφεραν οι άνθρωποι να αναπτύξουν, προκαλέσει την αποκαθήλωσή τους.
Η Εύα, η μοναδική που είχε νοιαστεί, είχε νιώσει ότι αυτό που είχαν καταφέρει οι άνθρωποι δεν απειλούσε το είδος της - μόνη αυτή ανάμεσα στους Άλλους. Απεναντίας, αισθανόταν ευδαιμονία. Αισθανόταν ότι μόνο πλουσιότερο θα γινόταν το Σύμπαν, το ήδη γεμάτο από θαυμαστά όντα. Παρασυρμένη και η ίδια από τους υπόλοιπους ομοίους της, που διαλαλούσαν ότι θα κατέστρεφαν τους ανθρώπους λόγω της αλαζονείας, της αμετροέπειας, της άγριας και πονηρής φύσης τους, προσπάθησε με ειλικρινές ενδιαφέρον να τους διδάξει. Αλλά τώρα κατάλαβε πως είχε κάνει λάθος. Ακόμα και αν οι άνθρωποι συμπεριφερόντουσαν σύμφωνα με τις επιταγές των Τοποτηρητών, που προσπαθούσε να τους μεταφέρει αυτή, η μοίρα τους ήταν ήδη προαποφασισμένη. Γιατί Εκείνοι, πλην της Εύας, θα τους κατέστρεφαν έτσι κι αλλιώς λόγω αυτών που οι άνθρωποι είχαν τολμήσει να αναπτύξουν από μόνοι τους. Την αγάπη και τον έρωτα.
Ο Ιάσονας είχε κάνει λάθος όταν μερικές νύχτες πριν είχε πει στην Εύα ότι πιθανώς αυτά να είχαν εμφυτευτεί στους ανθρώπους από τους Τοποτηρητές. Όχι. Ήταν καθαρά ανθρώπινα - ίσως η ομορφότερη κληρονομιά που θα μπορούσε να αφήσει το ανθρώπινο γένος στην συμπαντική κοινότητα. Μια κληρονομιά όμως που δεν θα αφηνόταν ποτέ.
Όλες αυτές οι σκέψεις πέρασαν σαν αστραπή από το μυαλό της Εύας. Ξαφνικά ένιωσε κάτι. Ένας υποδόριος πόνος, πικρός και ταυτόχρονα γλυκός, της πλάκωσε το στήθος, τα μάγουλα της αναψοκοκκίνισαν και ένιωσε δάκρυα να μαζεύονται στις άκρες των ματιών της. Δεν ήξερε τί ήταν αυτό που είχε πάθει. Ούτε μπορούσε να το εξηγήσει. "Εύα;" της είπε ο Ιάσονας που είχε στο μεταξύ φτάσει στο μέρος που καθόντουσαν. "Κλαις;" την ξαναρώτησε καθώς, χωρίς να σκουπιστεί, ξάπλωσε δίπλα της και την κοίταξε μέσα στα ζαλιστικά της μάτια. "Κλαίω;" του αντιγύρισε εκείνη. "Έτσι λέγεται αυτό; Δεν ξέρω... Σκέφτηκα ότι αισθάνομαι τόσα πολλά και υπέροχα πράγματα ταυτόχρονα, όσα δεν είχα νιώσει ποτέ στην προηγούμενή μου ζωή. Μαντεύω ότι και άλλοι άνθρωποι θα τα έχουν νιώσει ή πιθανώς θα μπορούσαν να τα νιώσουν στο μέλλον... αλλά δεν θα υπάρξει μέλλον. Είναι τόσο κρίμα... και μόνο που το σκέφτομαι, νιώθω μέσα μου... νιώθω..." "Πόνο. Νιώθεις πόνο." της είπε. "Πόνο... ναι... αλλά ένα άλλο είδος πόνου... βαθύτερου από τον σωματικό... Τις προάλλες, είχα αποδεχθεί την καταστροφή, αλλά δεν είχα αντιληφθεί τί ένιωθα για εσένα. Τώρα που ξέρω, που το αισθάνομαι εντονότερα από ποτέ, δεν αντέχω στην σκέψη ότι θα τελειώσει..." Λέγοντας αυτό αναλύθηκε σε δάκρυα. Ο Ιάσονας την αγκάλιασε σφιχτά και ένιωσε το ονειρικό μπρούτζινο κορμί της να συνταράζεται από λυγμούς. "Κι εγώ δεν αντέχω στην σκέψη ότι θα τελειώσει" της είπε χαϊδεύοντάς τα χρυσά της μαλλιά. "Αλλά δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω καν τον ερχομό αυτού του τέλος. Ίσως φταίει η ελλειπής ανθρώπινή μου αντίληψη... έτσι κι αλλιώς, από την στιγμή που το τέλος είναι κάτι ξένο για τα δικά μου μέτρα, δεν σκέφτομαι παρά μόνο ένα πράγμα." Την φίλησε απαλά στα μουσκεμένα από τα δάκρυα χείλη της. "Να περάσω αυτόν τον τελευταίο μας καιρό, όσος και να είναι, μαζί σου..." "Ιάσονα" τον διέκοψε τότε εκείνη απότομα. "Γιατί δεν θέλεις να ολοκληρωθεί η ένωσή μας; Γιατί το αποφέυγεις; Σε θέλω απεγνωσμένα... και το θέλω και αυτό όσο τίποτα άλλο." "Κι εγώ το θέλω. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο..." της είπε. "Αλλά μέσα μου αισθάνομαι ότι θα κάνω κάτι ανίερο. Ότι θα σε μαγαρίσω. Εσένα, που είσαι τόσο τέλεια. Βλέπω συνεχώς εφιάλτες, φριχτούς εφιάλτες... φοβάμαι ότι..." Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την φράση του γιατί η Εύα του είχε ήδη ορμήσει και τον φιλούσε βίαια. "Μην φοβάσαι..." του μουρμούρισε ανάμεσα στα φιλιά της. "Δεν γίνεται να διαπράττεις κάτι κακό όταν αυτό είναι το καλύτερο που μπορείς να κάνεις. Βρίσκομαι εδώ μόνο και μόνο επειδή με έσωσες... παραμένω εδώ μόνο και μόνο επειδή σε λατρεύω." Καθ'όλη την διάρκεια ήταν κολλημένη πάνω του. Όλο αυτό ήταν πάρα πολύ για να το αντέξει ο Ιάσονας. Είχε ανάψει τόσο πολύ που πονούσε. Χωρίς δεύτερη σκέψη την γύρισε πάνω στο στρωματάκι που είχαν απλώσει, και ενώ πάντα φιλιόντουσαν, την πλησίασε απαλά - και διαπιστώνοντας ότι ήταν έτοιμη να τον δεχτεί, κινήθηκε σιγανά, προσεκτικά, αλλά και γεμάτος πάθος. Προφανώς ήταν παρθένα και η κίνηση του Ιάσονα της προκάλεσε πόνο - σταμάτησε ξαφνικά να τον φιλάει και έχοντας κλειστά τα μάτια της έβγαλε μια μικρή φωνούλα. Και όμως, τα συσπασμένα αλλά πάντα πανέμορφα χαρακτηριστικά της, έδειχναν ότι απολάμβανε αυτόν τον πόνο περισσότερο από ό,τι είχε απολαύσει μέχρι στιγμής στην σύντομη ζωή της ως άνθρωπος. Ο Ιάσονας ήταν πολύ προσεκτικός και απαλός, αλλά ταυτόχρονα ο ρυθμός του ήταν δυνατός και σιγά σιγά δυνάμωνε περισσότερο, ενώ την ίδια στιγμή την φιλούσε και την χάιδευε παντού. Ο αρχικός πόνος της Εύας είχε περάσει και τώρα είχε χαθεί σε έναν ωκεανό ηδονής. Τυλιγόταν όλο και περισσότερο γύρω του, σε μια προσπάθεια να τον νιώσει όσο το δυνατόν εντονότερα. Η ανάσα της έκαιγε στον λαιμό του και είχε μπήξει ασυναίσθητα τα νύχια της στην πλάτη του - είχε αρχίσει να τον γρατζουνάει άσχημα, αλλά αυτό ίσα ίσα τον άναβε περισσότερο. Ξαφνικά η αναπνοή της άρχισε να γίνεται κοφτή και βογγητά που όλο δυνάμωναν άρχισαν να της ξεφεύγουν. Είναι δυνατόν; πρόλαβε να σκεφτεί ο Ιάσονας. Τόσο γρήγορα; Και όμως δεν υπήρχε αμφιβολία. Κόλλησε ακόμα περισσότερο πάνω του, έγινε σχεδόν ένα μαζί του και σε ανύποπτη στιγμή τρομεροί σπασμοί άρχισαν να διαπερνούν το κορμί της. Άρχισε ξαφνικά να φωνάζει και να δακρύζει,  να τρέμει ανεξέλεγκτα, να ζαλίζεται, να χτυπιέται χωρίς όμως να ξεκολλάει από το κορμί του, να γρατζουνάει βαθιά. Είχε τον πρώτο της οργασμό. Έναν βαθύ, μακρόσυρτο, απίστευτα δυνατό οργασμό, που διαπέρασε όλο της το κορμί σαν απανωτές ηλεκτρικές εκκενώσεις και της έφερε τάσεις λιποθυμίας. Ο Ιάσονας δεν άντεξε και με το που άρχισαν οι συσπάσεις της άφησε και αυτός τον εαυτό του ελεύθερο. Είχε και αυτός έναν τρομερό οργασμό. Φώναξε με όλη του την δύναμη, χωρίς όμως να σκεπάσει την φωνή της Εύας. Όταν σταμάτησαν και οι δικοί του σπασμοί, την δάγκωσε απαλά στον λαιμό και αυτή, έχοντας συνέλθει κάπως, του το ανταπέδωσε με ένα βαθύ, πολύ βαθύ φιλί. "Είδες;" του ψιθύρισε έπειτα τρυφερά. "Όλες οι φοβίες σου, όλα αυτά που σε τρόμαζαν, όλα αυτά που σε βασάνισαν στους εφιάλτες σου και στην δοκιμασία σου στο Τείχος της Θολούρας, όταν επισκέφτηκες μέσω εμού τον κόσμο μου, ήταν απλά εμφυτευμένες δικλείδες για να μην έρθουν ποτέ τα είδη μας σε επαφή. Τώρα όμως είμαι άνθρωπος, είμαι γυναίκα, και μπορώ να ενωθώ μαζί σου..." "Φοβόμουν για εσένα. Μην σου κάνω κακό" της είπε. "Το ξέρω. Και αυτό απέδειξε πόσο νοιάζεσαι για μένα, όπως κι εγώ για σένα..." "Πιστεύω πως δεν τίθεται θέμα απόδειξης... Αυτό που νιώθουμε φαίνεται. Δεν χρειάζεται να αποδειχθεί ούτε να λεχθεί." απάντησε ο Ιάσονας και της χαμογέλασε γλυκά. Η Εύα με μια έκφραση λατρείας τον φίλησε παθιασμένα. Δεν ήταν πλέον απλός έρωτας αυτό που ένιωθε. Τον αγαπούσε. Τόσο πολύ, που ούτε η ίδια μπορούσε να διανοηθεί πόσο.
Την νύχτα που ακολούθησε ο Ιάσονας δεν κοιμήθηκε σχεδόν καθόλου. Κάθε φορά έκαναν κάτι καινούριο και διαφορετικό. Κάθε φορά οι φωνές της Εύας γέμιζαν την έρημη παραλία.
Το επόμενο πρωί, όχι πολύ νωρίς, ξεκίνησαν το ταξίδι της επιστροφής. Πέρασαν την υποθαλάσσια σήραγγα κοντά στο Άκτιο και μπήκαν στον νομό Πρεβέζης, με σκοπό να συναντήσουν την Εθνική Οδό. Ο Ιάσονας είχε ένα μόνο μέλημα: να επιστρέψει στην Θεσσαλονίκη, να αποχαιρετήσει την μητέρα του και τους λίγους καλούς του συγγενείς και φίλους κι έπειτα, με το πρόσχημα ενός επαγγελματικού ταξιδιού στην Ιταλία, να φύγει για πάντα μαζί με την Εύα. Ήθελε όσο καιρό τους απόμενε μέχρι το τέλος του κόσμου, ώρες, μέρες, μήνες, όσος και να ήταν, να τον περνούσε μαζί της και μόνο. Ήθελε να προλάβει να ζήσει μαζί της όσες περισσότερες εμπειρίες μπορούσε. Ξαφνικά έσκασε ένα γελάκι.
"Γιατί γελάς;" τον ρώτησε χαμογελώντας πονηρά η Εύα. Ήταν τόσο χαρούμενη, τόσο ευτυχισμένη, που θαρρείς πως έλαμπε. "Ξέρεις" της είπε "έχω μεγάλα σχέδια για το μέλλον." Το είπε αυτό σαρκάζοντας στην προοπτική του αναπόφευκτου τέλους. "Αυτή η εκδρομή ήταν μόνο η αρχή. Θέλω να σε πάω να γνωρίσεις όσα το δυνατόν περισσότερα μέρη της Γης. Μέρη που ούτε κι εγώ έχω πάει. Θέλω να περάσουμε λίγο καιρό σε καθένα από αυτά και να ζήσουμε ό,τι ξεχωριστό έχει να μας προσφέρει. Τα χρήματα και τα άλλα ανόητα - για εσένα - διαδικαστικά θέματα δεν χρειάζεται να μας απασχολούν. Θα τα φέρουμε βόλτα... Αλλά αν επιμένεις να φέρνεις αντιρρήσεις σε ό,τι σου λέω, το βλέπω δύσκολο να πάμε οπουδήποτε!" "Χα!" έκανε η Εύα. "Αν λες για το συμβάν με αυτά που λέτε ρούχα, πρέπει να παραδεχτείς ότι είναι όντως παράξενο που οι άνθρωποι τα φοράνε ακόμα και όταν δεν τίθεται ζήτημα προστασίας από το κρύο ή τις ακτίνες του ηλίου. Να, όπως τώρα για παράδειγμα!" είπε, δείχνοντας ταυτόχρονα το παρεό και το μπικίνι που την είχε αναγκάσει ο Ιάσονας να φορέσει. "Σου έχω εξηγήσει κάποια πράγματα" της είπε υπομονετικά. "Υπάρχουν κάποια θέματα που στην κοινωνία των ανθρώπων θεωρούνται ανάρμοστα και ταμπού. Όχι ότι συμφωνώ με την άποψη αυτή. Απλά, ακόμα κι εσύ, που δεν νιώθεις κρύο, που δεν αρρωσταίνεις, θα πρέπει να φοράς κάτι που θα κρύβει έστω και στο ελάχιστο κάποια μέρη του κορμιού σου. Για να μην έχουμε μπλεξίματα, όχι τίποτα άλλο. Όταν υπάρχει περίπτωση να σε δουν άλλοι άνθρωποι, πρέπει να φοράς κάτι." "Όταν υπάρχει περίπτωση να με δουν, ε;" είπε η Εύα και αμέσως έβγαλε το κάτω μέρος από το μαγιώ της. "Ορίστε. Πιστεύω ότι κανείς, ενόσω οδηγείς, δεν πρόκειται να με δει εκεί." Ο Ιάσονας ξεροκατάπιε. Η αντίδρασή του ήταν άμεση και η Εύα το παρατήρησε. "Απεναντίας, κάποιος άλλος το βλέπει και μάλλον του αρέσει πάρα πολύ..." είπε και έσκυψε προς το μέρος του, φιλώντας τον στον λαιμό και χαϊδεύοντάς τον. Ο Ιάσονας άρχισε να χάνεται στα καυτά της χάδια όταν παρατήρησε ότι πήγαιναν να πεταχτούν από τον δρόμο κι έκανε μια απότομη τιμονιά. "Βρε!" της φώναξε. Η Εύα αποτραβήχτηκε στην θέση της γελώντας. Ήταν φανερό ότι δεν μπορούσε να καταλάβει την έννοια της θνητότητας, τουλάχιστον όχι ακόμα. Μια ενδεχόμενη τράκα ή έξοδος από τον δρόμο μπορεί να σήμαινε για αυτήν τραύματα, σοβαρά ή μη, ιάσιμα πάντως μόλις την έβλεπε απευθείας το φως του ήλιου - για εκείνον όμως μπορεί να σήμαινε θάνατο. Ετοιμάστηκε να την κατσαδιάσει, αλλά μόλις είδε ότι τον κοιτούσε γεμάτη λατρεία, γελώντας ακόμα, σαν κοριτσάκι, του έφυγε ο θυμός και άρχισε να γελάει και ο ίδιος. Θα της εξηγήσω άλλη φορά το πόσο εύθραυστο είναι το ανθρώπινο σώμα, σκέφτηκε. Τώρα δεν είναι της παρούσης.
Απεναντίας όμως, το ζήτημα ότι δεν φορούσε τίποτα από την μέση και κάτω και τον εμπόδιζε να συγκεντρωθεί στην οδήγηση, ήταν της παρούσης. Προσπαθώντας να παραμείνει νηφάλιος, την ρώτησε κάτι άσχετο. "Αλήθεια", της είπε, "όταν σε είχα πρωτοβρεί και σε είχα αφήσει στο σπίτι για να ανακτήσεις τις αισθήσεις σου, είχα πάει να βρω έναν φίλο μου στην Τριανδρία. Στον δρόμο για εκεί με είχε κοιτάξει ένα μωρό, με έναν έντονο τρόπο που δεν μου είχε αρέσει. Ξέρεις μήπως γιατί;" "Ναι", είπε η Εύα, "ήταν η αύρα μου." "Η αύρα σου;" "Ακριβώς. Όταν με είχες περιμαζέψει, το ενεργειακό αποτύπωμα της προηγούμενής μου ύπαρξης ήταν ακόμα πολύ δυνατό κι ένα μέρος του είχε εντυπωθεί και πάνω σου. Τα μωρά, λόγω της πρωτογενούς λειτουργίας του μυαλού τους, είναι πιο δεκτικά σε τέτοιου είδους ερεθίσματα. Καθώς ενηλικιώνεται ένας άνθρωπος, αυτή η ικανότητα φθίνει και αντικαθίσταται από άλλες, όπως την λογική επεξεργασία των προσλαμβανομένων ερεθισμάτων, τα οποία είναι μικρότερου εύρους, αλλά μεγαλύτερης έντασης από αυτά που αντιλαμβάνονται τα νεογνά. Στην προκείμενη περίπτωση, εκείνο το μωρό είδε δίπλα σου μια φασματική προβολή μου." "Τι εννοείς; Ότι είδε κάτι σαν το φάντασμά σου;" "Κάπως έτσι" του εξήγησε. "Οπότε, φαντάζομαι ότι ανάλογα φαινόμενα συμβαίνουν όταν κάποιος λέει ότι είδε ένα φάντασμα ή τον φύλακα άγγελό του" είπε ο Ιάσονας. "Περίπου, αλλά όχι ακριβώς" απάντησε η Εύα. "Σε αυτές τις περιπτώσεις συμβαίνει απλά μια τυχαία αναδίπλωση, μια ανωμαλία στο χωροχρονικό συνεχές που αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι  και στιγμιαία γίνεται ορατή η φασματική προβολή κάποιου Τοποτηρητή. Αυτή είναι συνήθως πιο έντονη και μπορεί να την αντιληφθεί και κάποιος ενήλικας. Αλλά στην δικιά μου περίπτωση, η προβολή αυτή δεν ήταν παρά ένα αχνό κατάλοιπο λόγω της πτώσης μου. Άμα κοιτούσε ένα μωρό τώρα, που το κατάλοιπο αυτό έχει ξεθυμάνει τελείως, δεν θα έβλεπε τίποτα το παραπάνω από όσα βλέπεις εσύ". "Μάλιστα..." αναστέναξε ο Ιάσονας. "Να υποθέσω ότι κάτι παρόμοιο έκανες και με εμένα; Όταν ταξίδεψα μαζί σου στον κόσμο σου;" "Ναι... αλλά ακόμα και η προβολή σου ήταν δύσκολο να περάσει από τα κοσμικά φράγματα που είχαν στηθεί, όπως το Όριο της Ασάφειας." Ο Ιάσονας ανατρίχιασε όταν του θύμισε το μαρτύριό του. Ή το μαρτύριο της προβολής του. Δεν είχε σημασία. "Πρέπει να καταλάβεις ότι οι Τοποτηρητές δεν αντιλαμβάνονται μονοδιάστατα ούτε τον χρόνο, ούτε τον χώρο. Βλέπουν παντού και ταυτόχρονα υπαρκτά όντα καθώς και τις άπειρες προβολές τους. Εσύ δεν ήσουν παρά μια τέτοια προβολή. Και το ότι ήρθες από το μέλλον - αυτό που ήταν για εσένα το μέλλον, μια και για την ανθρώπινη αντίληψη η πτώση μου είχε ήδη συμβεί - δεν είχε για Εκείνους κανένα νόημα, αφού το γεγονός αυτό συνέβαινε εκείνη την ώρα, αλλά ταυτόχρονα είχε ήδη συμβεί και θα συνέβαινε και στο - μονοδιάστατο - μέλλον." Ο Ιάσονας τα έχασε με αυτό το τελευταίο. "Μην προβληματίζεσαι πολύ" τον καθησύχασε η Εύα. "Η ανθρώπινη αντίληψη σαφώς και δεν μπορεί να καταλάβει εκείνη των Τοποτηρητών. Πλέον δεν μπορώ ούτε κι εγώ, και αυτό που σου είπα μόλις τώρα δεν πλησιάζει παρά στο ελάχιστο την πραγματικότητα. Απλά προσπάθησα να εξηγήσω τα ανεξήγητα..." "Οι Άγγελοι δεν μου έδωσαν καν σημασία, ακόμα και όταν πλησίασα στον τόπο της Κρίσης σου. Πώς κι έτσι;" την ρώτησε πάλι. "Α, αυτό είναι απλό. Δεν Τους ένοιαζε." "Τι εννοείς;" απόρησε ο Ιάσονας. "Εσύ βλέπεις όλους τους μικροοργανισμούς που υπάρχουν μέσα στο αμάξι;" του είπε η Εύα. "Όχι βέβαια" της απάντησε. "Ακριβώς. Είναι ασήμαντοι για εσένα. Έτσι συμβαίνει και με τους Τοποτηρητές, με την διαφορά ότι αυτοί βλέπουν ταυτόχρονα όλα τα πράγματα και τις προβολές τους, ενώ το ανθρώπινο μάτι δεν μπορεί να δει τους μικροοργανισμούς. Αλλά και που τα βλέπουν, Τους φαίνονται εξίσου αδιάφορα." Ο Ιάσονας ξεροκατάπιε. Πράγματι, τί ενδιαφέρον μπορούσε να παρουσιάσει αυτός, ένας ασήμαντος άνθρωπος, για Εκείνους που είχαν την δυνατότητα να δημιουργούν και να γκρεμίζουν κόσμους;
"Εσύ όμως δεν είσαι ασήμαντος" του είπε η Εύα μαντεύοντας την σκέψη του. "Είσαι σημαντικός για εμένα. Είσαι ό,τι σημαντικότερο είχα ποτέ." Ο Ιάσονας κράτησε το τιμόνι με το ένα χέρι και χάιδεψε με την ανάστροφη του χεριού του το υπέροχο πρόσωπό της. Στην ευθεία, έσκυψε ξαφνικά και της έσκασε ένα κλεφτό φιλί. Είδε ότι πλησιάζουν σε ένα πρατήριο και της είπε "βάλε λίγο το μαγιώ σου γιατί θέλω να σταματήσω για βενζίνη." Με ένα πονηρό χαμόγελο η Εύα έκανε ό,τι της είπε. Στο πρατήριο σταμάτησε, έδωσε το αντίστοιχο αντίτιμο στον υπάλληλο, λέγοντάς του παράλληλα το είδος της βενζίνης που ήθελε να του βάλει κι έπειτα βγήκε έξω από το αμάξι για να ξεμουδιάσει. Τεντώθηκε λίγο και το βλέμμα του σταμάτησε μπροστά, στην συνέχεια του δρόμου.
Ούτε αυτός, ούτε η Εύα ήξεραν ότι στο τέλος αυτού του δρόμου τους περίμενε η μοίρα τους.

Είχαν περιπλακεί άσχημα τα πράγματα. Υποτίθεται ότι θα ήταν μια σύντομη και καθαρή δουλειά, χωρίς μάρτυρες. Αλλά κάποιος τους είχε προλάβει. Φτάνοντας στη Ουρανούπολη παρατήρησαν τον αναβρασμό που κυριαρχούσε στην μικρή πόλη. Δεν άργησαν να πληροφορηθούν αυτό που είχε συμβεί: διπλή ανθρωποκτονία στην μονή Σταυρονίκητα. Ο ένας ήταν κάποιος ερημίτης μοναχός ονόματι Ιωάννης... ο άλλος ήταν ο ίδιος ο Ηγούμενος. Τα ακριβή αίτια των θανάτων δεν είχαν γίνει ακόμα γνωστά, και η τοπική αστυνομική αρχή δεν είχε σκοπό να τα βγάλει σύντομα στην δημοσιότητα. Ωστόσο, από πληροφορίες που είχαν διαρρεύσει, ο χώρος και η στάση των πτωμάτων που βρέθηκαν συνέκλιναν στην εκδοχή αμοιβαίας αλληλοεξόντωσης. Ενδεχομένως κάποιες προσωπικές διαφορές ή ίσως κάποια περαστική τρέλα στα γέρικα μυαλά των μοναχών... Τουλάχιστον, αυτό πίστευε ο κόσμος. Κι όμως, οι δύο απεσταλμένοι του Πατριάρχη ήξεραν ότι κάτι άλλο πρέπει να συνέβαινε. Τόσο ο Ηγούμενος όσο και ο άλλος, ο γέροντας Ιωάννης, ήταν μέλη της Αδελφότητας... και ποτέ στο παρελθόν δεν είχε ξανασυμβεί αλληλοσκοτωμός μελών μέσα στους κόλπους της. Τί είχε συμβεί στην πραγματικότητα;
Ήξεραν ότι έπρεπε να διαπιστώσουν ιδίοις όμμασι αν όντως οι νεκροί ήταν αυτοί που λέγονταν ότι είναι. Όμως λόγω των πρόσφατων γεγονότων η είσοδος στο μοναστήρι ήταν απαγορευμένη από τις Αρχές. Κι ενώ προσπαθούσαν να σκεφτούν τί να κάνουν, τους ήρθε μια απόρρητη κλήση στο κινητό τηλέφωνο του Μάρκοβιτς. Ήταν από τον Πατριάρχη.
"Μάρκοβιτς εδώ" είπε, απαντώντας στην κλήση. Τα έντονα, γωνιώδη χαρακτηριστικά του ήταν τελείως ατάραχα, αλλά ο ίδιος είχε κυριευτεί από αμφιβολίες... το ίδιο και ο συνεργάτης του. "Μίροσλαβ, τώρα φαντάζομαι ότι βρίσκεστε ήδη στο Άγιο Όρος. Όπως επίσης φαντάζομαι ότι μάθατε τί συνέβη" είπε ο Πατριάρχης. "Μάλιστα κύριε. Τώρα εξετάζαμε πιθανούς τρόπους εξακρίβωσης των στοιχείων των νεκρών." "Δεν χρειάζεται" απάντησε απότομα ο Πατριάρχης. "Άλλα μέλη της Αδελφότητάς μας, διασκορπισμένα στα γύρω μοναστήρια, επιβεβαίωσαν την ταυτότητά τους." "Ώστε αλληλοσκοτώθηκαν;" ρώτησε ο Μάρκοβιτς. "Όχι, όχι" βιάστηκε να απαντήσει ο Πατριάρχης, προσπαθώντας να δώσει σιγουριά στην φωνή του. Προφανώς είχε κρατήσει κρυφό το ότι είχε βάλει ο ίδιος τον Ηγούμενο να δολοφονήσει τον γέροντα Ιωάννη. Όπως προσπαθούσε να κρατήσει κρυφό και το γεγονός ότι είχε τρομοκρατηθεί από αυτήν την αναπάντεχη τροπή. Υπήρχε κάποιος μυστηριώδης δολοφόνος. Ένας εκδικητής. Κάποιος που ήξερε ποιόν, πού και πότε να χτυπήσει. Η πιθανότητα να είχε σκοτώσει τον Ηγούμενο ο γέροντας είχε από την αρχή αποκλειστεί. Πώς ένας σχεδόν εκατοχρονίτης γέρος έσπρωξε έναν νεότερό του και οπλισμένο άντρα τόσο δυνατά, ώστε ο άλλος έσπασε τον αυχένα του κατά την πτώση του στον τοίχο; Ήταν αδιανόητο. Και όντως, νέες εξελίξεις συνηγορούσαν προς τον ολοκληρωτικό αποκλεισμό αυτής της πιθανότητας. Τις εξελίξεις αυτές γνωστοποίησε ο Πατριάρχης στον Μάρκοβιτς. "Με τις διασυνδέσεις μου και με την βοήθεια των υπόλοιπων  Αδελφών, έμαθα ότι την προηγούμενη από την ημέρα του φονικού, ένας και μόνο επισκέπτης εισήλθε στο Άγιο Όρος, και μάλιστα πέρασε το βράδυ του στην μονή Σταυρονίκητα. Το επόμενο πρωί, λίγο μετά την ώρα του Όρθρου, βγήκε από το μοναστήρι κάτω από την μύτη των ασκητών και μετά κατευθύνθηκε ταχύτατα προς την Ουρανούπολη, από όπου και έφυγε εσπευσμένα. Πέρασαν αρκετές ώρες μέχρι να αντιληφθούν οι μοναχοί τί είχε συμβεί και ακόμα περισσότερες μέχρι να διασταυρωθούν τα στοιχεία του επισκέπτη με εκείνα που είχε η εκδούσα αρχή εισόδου στο Άγιο Όρος στις Καρυές. Λέγεται Μιχάλης Κοτσαγιάννης και δήλωσε ότι μένει στην Θεσσαλονίκη, στην Τριανδρία." Ο Πατριάρχης σταμάτησε για να καθαρίσει τον λαιμό του. Έπειτα συνέχισε "δεν μπορεί να είναι σύμπτωση. Ο δολοφόνος είτε είναι συνεννοημένος με τους δύο άλλους στόχους σας... είτε τους κυνηγάει και αυτός. Μίροσλαβ, άκουσε με. Οι τοπικές αστυνομικές αρχές είναι πολύ βραδυκίνητες για να σας ανησυχήσουν, αλλά δεν μπορείτε να ποντάρετε στις πιθανότητες. Πρέπει να τον βρείτε πρώτοι εσείς. Οπωσδήποτε. Το πιθανότερο είναι ότι αυτός θα προσπαθήσει να έρθει σε επαφή με τους άλλους δύο, αλλά δεν μπορούμε να διακινδυνεύσουμε στην περίπτωση που δεν είναι μια συνεννοημένη ομάδα, αλλά αποτελούν και γι'αυτόν στόχους. Φύγετε αμέσως για την Θεσσαλονίκη και φτάνοντας προς την Τριανδρία, χωριστείτε. Ο ένας θα πάει στο σπίτι των δύο, ο άλλος στο σπίτι  αυτού. Προσοχή... όλες του οι κινήσεις δείχνουν είτε ότι ήταν μια εξαιρετικά μεθοδευμένη δολοφονία,  σχεδιασμένη και εκπονημένη από επαγγελματία, είτε ότι ήταν πάρα πολύ τυχερός. Προσωπικά κλίνω προς το πρώτο... Να έχετε τα μάτια σας ανοιχτά. Οδηγάει ένα μαύρο Astra και σε λίγο θα λάβεις και σε MMS μια φωτογραφία του. Μένει στην οδό..." συνέχισε ο Πατριάρχης. Σε μισή ώρα από τότε, οι δύο απεσταλμένοι ήταν ήδη στον δρόμο για την Θεσσαλονίκη και ο Μάρκοβιτς ενημέρωνε τον Βερεκίδη. "Όλα αυτά δεν βγάζουν νόημα" διαμαρτυρήθηκε ο δεύτερος. "Αναρωτιέμαι μήπως είναι κάποιου είδους παγίδα. Μήπως μας την έχουν στημένη." "Εγώ πάλι όχι" απάντησε ο Μάρκοβιτς. "Θα πάμε να κάνουμε την δουλειά μας χωρίς άλλες καθυστερήσεις. Αυτό μου είπε και ο Πατριάρχης: μην το σκέφτεστε. Κάντε το." Ο Βερεκίδης υποχώρησε. Και όλο και πλησίαζαν προς την Θεσσαλονίκη.

Υπάρχει τελικά μοίρα; Και αν υπάρχει, μπορεί κάποιος να ακούσει το κάλεσμά της έγκαιρα, ώστε να μπορέσει να προετοιμαστεί για αυτό που αναμένεται να έρθει; Ακόμα δεν έχει βρεθεί απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Και είναι πιθανόν να μην βρεθεί ποτέ. Γιατί είτε κάποιος πιστεύει στο ριζικό, στο προκαθορισμένο των γεγονότων, είτε θεωρεί ότι τίποτα δεν υπακούει σε κάποιον νομοτελειακό κανόνα, υπάρχει περίπτωση να του συμβεί κάτι που θα ανατρέψει τις αντιλήψεις του, που θα καταρρίψει τα πιστεύω του.
Αλλά και αν δεν υπάρχει αυτό που λέγεται ειμαρμένη, είναι σίγουρο ότι καμιά φορά η τύχη παίζει παράξενα παιχνίδια. Παιχνίδια που μπορεί να καταλήξουν σε ευτυχία... ή που μπορούν να αποβούν θανάσιμα.
Αφού πέρασε μια νύχτα τύψεων, ταλαιπωρίας, οδύνης, ο Μιχάλης σηκώθηκε από το κρεβάτι του πιο άδειος από ποτέ. Ήξερε ότι αργά ή γρήγορα θα τον ανακάλυπταν. Αλλά γυρνώντας εσπευσμένα από την χερσόνησο του Άθω, αισθάνθηκε τόσο τρομακτικά κουρασμένος που σχεδόν αυτόματα έπεσε στο κρεβάτι του για να κοιμηθεί. Ήταν ένας ύπνος άρρωστος, χωρίς όνειρα, μόνο με μια αντανάκλαση κενού να ίπταται πάνω από τις σκιές του υποσυνείδητού του. Ωστόσο, όταν ξύπνησε, δεν είχε χάσει την αποφασιστικότητά του. Αυτό που είχε αποφασίσει να κάνει, θα το έκανε. Για τον φίλο του.
Πάνω από το ηλεκτρικό τζάκι του ήταν στερεωμένο το παλιό κυνηγετικό τουφέκι του πατέρα του - το χρησιμοποιούσε όταν μια στο τόσο επισκεπτόταν τον γιο του και ανέβαιναν μαζί για κυνήγι λαγού στον Χορτιάτη. Για να μπορέσει να κυνηγάει και ο ίδιος, είχε βγάλει και ο Μιχάλης άδεια κυνηγετική και οπλοκατοχής... όχι ότι τώρα τον ένοιαζε στο ελάχιστο. Το πήρε, πήγε στο τελευταίο συρτάρι ψηλά πάνω από τον πάγκο της κουζίνας και το γέμισε με τα σκάγια που ήταν φυλαγμένα εκεί. Ύστερα κατέβηκε φουριόζος στο αμάξι του.
Δεν ήξερε από πού να αρχίσει, για αυτό και αποφάσισε να πάει εξαρχής από το σπίτι του Ιάσονα. Ένιωθε  πως ενδεχομένως θα αντίκριζε κάτι αποτρόπαιο, κάτι ανάλογο με την προηγούμενη φορά που είχε πάει εκεί... ή μπορεί και κάτι ακόμα χειρότερο. Το δίχως άλλο όμως θα πήγαινε.
Και, είτε λόγω μοίρας, είτε λόγω τύχης, τα πράγματα εξελίχθηκαν όπως εξελίχθηκαν.
Στο δρόμο για το σπίτι του Ιάσονα διασταυρώθηκε με τους απεσταλμένους του Πατριάρχη. Με τους εκτελεστές του. Και αυτοί τον είδαν. Το μαύρο Astra. Το πρόσωπο, ίδιο με την φωτογραφία στο κινητό. Έριξαν μια κλεφτή ματιά στο αντίθετο ρεύμα. Δεν μπορούσαν να κάνουν επιτόπια στροφή χωρίς να προκαλέσουν μακελειό. Θα έστριβαν όμως στην κοντινότερη έξοδο και θα ακολουθούσαν τον δρόμο που είχε πάρει το αμάξι του Μιχάλη. Όπως περίμεναν, ήταν η ανηφόρα για την μεζονέτα που είχαν και οι ίδιοι εντολή να πάνε.
Φτάνοντας στην είσοδο του σπιτιού, ο Μιχάλης πρόσεξε ότι το αμάξι του Ιάσονα ήταν εκεί. Και όχι μόνο αυτό... κοιτούσε και δεν πίστευε στα μάτια του. Μέσα στο Golf ήταν ο Ιάσονας... και εκείνη. Μόλις είχαν επιστρέψει. Και φιλιόντουσαν. Δεν είναι δυνατόν... δεν είναι δυνατόν, σκέφτηκε. Εγώ ερχόμουν για να τον σώσω... για να κάνω αυτή να πληρώσει... και τώρα τους βλέπω μαζί. Μαζί. Και εξαιτίας τους έχει πεθάνει ένας από τους αγαπημένους μου ανθρώπους κι εγώ είμαι πλέον καταζητούμενος για τον φόνο του. Όχι... όχι... με κορόιδεψαν... με εξαπάτησαν. Θα το πληρώσουν και οι δύο.
Φρέναρε απότομα, κατέβηκε θολωμένος από το αμάξι και κατευθύνθηκε τυφλά προς τον Ιάσονα και την Εύα, την στιγμή ακριβώς που έβγαιναν από το Golf. Στο χέρι του ήταν το όπλο, γεμάτο και έτοιμο. Βλέποντάς τον ξαφνικά μπροστά του ο Ιάσονας, είχε σαν αρχική αντίδραση την έκπληξη. Στο δευτερόλεπτο όμως, πρόσεξε και το όπλο στα χέρια του. Και τότε παρατήρησε και το παρανοϊκό του βλέμμα. Την λύσσα του. "Μιχάλη; Τι συμβαίνει; Τι το θέλεις αυτό το όπλο;" είπε και ασυναίσθητα έσφιξε το χέρι της Εύας. Εκείνη δεν αντέδρασε, διαισθανόμενη ότι κάτι φριχτό ήταν έτοιμο να συμβεί. "Με κατέστρεψες" απάντησε ο Μιχάλης. "Μου κατέστρεψες την ζωή. Εσύ και αυτή η πουτάνα!" ούρλιαξε. "Γιατί μου το κάνατε αυτό; Γιατί; Τι σας έφταιξα;" είπε και σήκωσε το όπλο του σημαδεύοντας τον Ιάσονα. Εκείνος, που είχε λουστεί σε κρύο ιδρώτα, ρώτησε "τι; Τι σου κάναμε; Μα τί είναι αυτά που λες;" "Βούλωσ'το μαλάκα! Τι μου κάνατε; Εσύ μου είχες πει να έρθω εκείνο το γαμημένο απόγευμα στο σπίτι σου. Τότε, που σας βρήκα εδώ, στον πάνω όροφο, να κάνετε ό,τι κάνατε, να είστε όπως ήσασταν. Εξαιτίας σου πήγα στο Άγιο Όρος! Για να σώσω εσένα! Εξαιτίας σου έγινε ό,τι έγινε! Και εξαιτίας της! Δεν έχω πλέον τίποτα άλλο μέσα μου. Είμαι κενός. Δεν με νοιάζει τίποτα άλλο, παρά μόνο αυτό - να πληρώσετε!" "Σταμάτα! Σταμάτα!" ούρλιαξε ο Ιάσονας. "Έχεις τρελαθεί τελείως! Κανείς δεν είπε ότι κινδύνευα! Και δεν ήθελα να σε φέρω εδώ για να σε παγιδέψω - για ποιό λόγο να το κάνω αυτό; Ήθελα να σε φέρω για να δεις! Και ούτε που αντιλήφθηκα ότι τελικά είχες έρθει! Κανείς δεν σε υποχρέωσε να πας στο Άγιο Όρος, που ούτε ξέρω τί έγινε εκεί, και κανείς δεν σε παρέσυρε να κάνεις κάτι! Ούτε εγώ, ούτε η Εύα, κατάλαβες; Κανείς!" φώναξε απεγνωσμένα. "Τέρμα τα λόγια" είπε ψυχρά ο Μιχάλης. Και πίεσε την σκανδάλη.
Όλα έγιναν σε μια στιγμή. Με το που είδε το δάχτυλο του Μιχάλη να κινείται, η Εύα ξέφυγε από το πιάσιμο του Ιάσονα και πετάχτηκε μπροστά του. Η βολή την πέτυχε κατάστηθα και την πέταξε πίσω, μπροστά από το υπόστεγο του γκαράζ. Σωριάστηκε εκεί, σφαδάζοντας.
Ο Ιάσονας δεν πρόλαβε να αντιληφθεί τί έγινε κι ενστικτωδώς όρμησε στον Μιχάλη, που είχε σαστίσει στιγμιαία από την κίνηση της Εύας. Έπεσε με δύναμη και οργή πάνω του, ρίχνοντας το τουφέκι του χάμω και δίνοντάς του μια δυνατή γονατιά στην κοιλιά. Ο Μιχάλης συνήλθε γρήγορα και τον χτύπησε ξερά στο σαγόνι. Χάνοντας την ισορροπία του, ο Ιάσονας παρέσυρε και τον Μιχάλη και τον έριξε βαριά κάτω. Άρχισαν τότε να κυλιούνται στο χώμα και να παλεύουν σαν αγρίμια.
Η Εύα δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Μια παγωνιά είχε αρχίσει να απλώνεται από το στήθος της σε όλο της το σώμα. Πλέον δεν ένιωθε πόνο, μόνο ασφυξία και πνιγμό από το αίμα που είχε πλημμυρίσει τον φάρυγγά της και γινόταν όλο και πιο πηχτό. Η όρασή της είχε αρχίσει να θολώνει, τα περιγράμματα των αντικειμένων να ξεθωριάζουν. Το μούδιασμα είχε φτάσει ως τα δάχτυλα των ποδιών της. Τον ένιωθε. Ένιωθε τον θάνατο να πλησιάζει. Ένιωθε το πανέμορφο, εύθραυστο ανθρώπινο σώμα της να  βαρυγκομεί, ένιωθε την ζωή να την εγκαταλείπει. Αλλά την τελευταία, την ύστατη στιγμή, κάτι άλλαξε. Ξαφνικά, όλα άρχισαν να ξαναγίνονται καθαρά. Ο πόνος επέστρεψε προς στιγμή, και μαζί του μια διαύγεια σε όλα τα ερεθίσματα που δεχόταν ο οργανισμός της από τον περιβάλλοντα χώρο. Η παγωνιά και το μούδιασμα άρχισαν να περνούν, η ασφυξία και το πνίξιμο να καταλαγιάζουν. Η όρασή της ξεθόλωσε και μαζί και όλες οι υπόλοιπες αισθήσεις της. Όλο της το είναι, όλη της η ύπαρξη άρχισε να ξανασφύζει από ζωή. Κοίταξε το στέρνο της και είδε ότι η τεράστια πληγή από τον πυροβολισμό άρχισε να κλείνει. Σε λίγο είχε εξαφανιστεί τελείως, μην αφήνοντας καν μια ουλή. Τα σκάγια του όπλου είχαν ξεπεταχτεί από τα σπλάχνα της και κείτονταν ματωμένα και παραμορφωμένα πάνω στο υπέροχο στήθος της. Είχε πέσει σε ένα μέρος που λουζόταν στο φως του ήλιου.
Ανακάθησε με κόπο και τότε είδε τον Ιάσονα και τον Μιχάλη να έχουν αφήσει πίσω τους κάθε ίχνος ανθρωπιάς, βγάζοντας τα κατώτερά τους ένστικτα στην επιφάνεια, και να παλεύουν μέχρι θανάτου. Ήθελε να τους σταματήσει, να μπει ανάμεσά τους, να τους χωρίσει... όταν πρόσεξε ένα ακόμα αμάξι να σταματάει από πίσω τους. Από μέσα βγήκαν δύο άντρες οπλισμένοι με περίστροφα εξοπλισμένα με σιγαστήρα.
Εκείνη την στιγμή ο Μιχάλης είχε γυρίσει από κάτω του τον Ιάσονα και προσπαθούσε να τον πνίξει. Ο Ιάσονας δεν φαινόταν να έχει καμιά ελπίδα, έχοντας όλο το βάρος του γεροδεμένου κορμιού του Μιχάλη από πάνω του. "Σκότωσέ τον, Κοσμά!" ακούστηκε μια φωνή. "Σκότωσέ τον! Χρειάζομαστε και τον άντρα και την γυναίκα, και ο δολοφόνος θα μας στερήσει εκείνον! ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ!"
Και τότε συνέβη.
Μέσα στην παραζάλη της μάχης και του πρωτόγονου μίσους τους, τα δύο αγρίμια δεν αντιλήφθηκαν την παρουσία των εκτελεστών του Πατριάρχη. Ο Ιάσονας, σε μια υπεράνθρωπη προσπάθεια να ξεφύγει από την θανατερή λαβή του Μιχάλη, του έριξε μια τρομερή γροθιά στα νεφρά. Η αναπνοή του Μιχάλη κόπηκε στιγμιαία, τα χέρια του χαλάρωσαν και ο Ιάσονας βρήκε την ευκαιρία να ελευθερωθεί. Του έριξε μια αγκωνιά στο πρόσωπο και γλιστρώντας τον από δίπλα του, ανασηκώθηκε στον αγκώνα του και όρμησε αυτός από πάνω του.
Εκείνη την στιγμή ένα περίστροφο εκπυσοκρότησε. Δύο φορές.
Και η Εύα, από την θέση που ήταν, ανήμπορη να αντιδράσει, όντας απλός θεατής στα γεγονότα που εξελίχθηκαν αστραπιαία μπροστά στα μάτια της, τόσο κοντά και όμως τόσο μακριά, είδε ξαφνικά το κορμί του Ιάσονα να κλονίζεται και να αναταράσσεται. Είδε το αίμα του να τινάζεται. Είδε δύο σφαίρες, που δεν προορίζονταν για αυτόν, να διαπερνούν πέρα ως πέρα το στήθος και την κοιλιά του. Είδε το ταλαιπωρημένο του σώμα να πέφτει προς τα πίσω, αφήνοντας αιμάτινα ρυάκια στην τροχιά της πτώσης του. Είδε το πρόσωπό του να χτυπάει με δύναμη το χώμα που είχε λεκιαστεί από το ίδιο του το αίμα.
Είδε τον Ιάσονα να σωριάζεται νεκρός.

Το επόμενο μέρος της Πτώσης, το μέρος 8, είναι και το τελευταίο. Εκεί κλείνει αυτό το διήγημα και τελειώνει μια προσπάθεια που ξεκίνησε εδώ και αρκετούς μήνες. Θα αναρτηθεί σε post σύντομα.

5 σχόλια. Βγάλτε το από μέσα σας!:

Ανώνυμος 16 Νοεμβρίου 2009 στις 7:07 μ.μ.  

OXI O IASONAS

Ανώνυμος 16 Νοεμβρίου 2009 στις 7:07 μ.μ.  

MAS GAMHSES THN PSYCHOLOGIA

Dimos 16 Νοεμβρίου 2009 στις 7:08 μ.μ.  

Ε τί να κάνω ρε παιδιά. Αυτό σκέφτηκα, αυτό έβαλα.

Ανώνυμος 25 Νοεμβρίου 2009 στις 1:00 π.μ.  

twra to diavasa to 7....kai diavaza me megalh agwnia mporw na sou pw.polu kalogrammeno afto to kommati eidika!se krataei se egrhgorsh kai sumvainoun kai tosa pramata!kai nai, mas g*mises kai thn psuxologia...ande na mathoume kai parakatw ti egine..georgia

Dimos 25 Νοεμβρίου 2009 στις 8:29 π.μ.  

:P

Η ΦΑΣΗ ΓΗΣ - ΣΕΛΗΝΗΣ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΥΣ (ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ) ΤΥΠΟΥΣ...

ΠΟΣΟΙ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΤΕΛΙΚΑ ΕΔΩ ΜΕΣΑ;

Powered By Blogger
Powered By Blogger
Powered By Blogger

  © Blogger templates Romantico by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP