Αναζήτηση αναρτήσεων

Η πτώση - μέρος 8 - Το τελευταίο μέρος

>> 22/11/09

Το παράξενο πλάσμα με τα ασύμμετρα κρυσταλλικά πόδια παραμόνευε πίσω από τον κοκκινωπό βράχο. Τα ευαίσθητα αισθητήρια όργανά του είχαν νιώσει εκεί κοντά την κίνηση του γεύματός του. Δεν είχε ούτε μάτια, ούτε μύτη, ούτε αυτιά, μόνο ένα περίπλοκο σύμπλεγμα από ανθρακικά τριχίδια πάνω στο ημιδιαφανές, φωσφορίζον κορμί του, που διαισθάνονταν την παρουσία ραδιενέργειας στην γύρω περιοχή. Και πραγμάτι, τα ηλεκτρικά σήματα που έστειλαν τα αισθητήρια αυτά όργανα στο παλλόμενο κέντρο αντίληψής του δεν είχαν λαθέψει. Από μια εσοχή στο σκληρό έδαφος, σε μικρή απόσταση από το βραχάκι, ξεπρόβαλλε το υποψήφιο θύμα του. Το ραδιενεργό αυτό ον δεν είχε κάποια συγκεκριμένη μορφή και άλλαζε φυσική κατάσταση και όψη ανάλογα με την επιφάνεια που ακουμπούσε. Τώρα φαινόταν σαν μια μάζα σκληρού χώματος που στροβιλιζόταν και μετακινούνταν με την δημιουργία ψευδοποδιών, παίρνοντας που και που ένα απροσδιόριστο ψυχρό χρώμα και μια γλοιώδη υφή όταν ακουμπούσε κατά την μετακίνησή του εκείνους τους παράξενους μικροοργανισμούς που ενώνονταν σχηματίζοντας συσσωματώματα, παρόμοια στην όψη με τις γήινες λειχήνες.
Το ημιδιαφανές αρπακτικό δεν έχασε καιρό. Πετάχτηκε από την κρυψώνα του και πριν η λεία του προλάβει να αντιδράσει, της εκτόξευσε ένα κολλώδες μοριακό οξύ. Το άμορφο ον άφρισε κι εξατμίστηκε. Τότε ο θηρευτής, παίρνοντας ένα γκρίζο χρώμα, διόγκωσε τους πόρους του σώματός του και άρχισε να ρουφά με έναν συριστικό ήχο τον ατμό. Κι έτσι τράφηκε. Για μία και μοναδική φορά στην σύντομη ζωή του ως ενήλικο ον. Γιατί με το που προσέλαβε όλο τον ατμό, τα κρυσταλλικά του πόδια έσπασαν και βίαιες χημικές αντιδράσεις συνέβησαν στο αδιαφανές πια γκρίζο κορμί του κατά την αλληλεπίδραση του ατμού του γεύματός του με τις εσωτερικές του υποφύσεις, αντιδράσεις που οδήγησαν στον σχηματισμό, μέσα σε ειδικές κύστες, των απογόνων του. Των παιδιών του.
Με το που ο σχηματισμός αυτός ολοκληρώθηκε, το πίσω μέρος του κορμιού του έσπασε και δεκάδες προνύμφες βγήκαν έξω τρέχοντας και λάμποντας σαν μικρά φωτάκια. Μέχρι να μεταμορφωθούν σταδιακά και να πάρουν την τελική τους μορφή, θα τρέφονταν με το νεκρό σώμα του γεννήτορά τους. Έπειτα από λίγο καιρό, όταν θα ενηλικιώνονταν, θα έφευγαν σε διαφορετική κατεύθυνση το καθένα, προσλαμβάνοντας κάθε τόσο ποσότητες αδέσποτης ραδιενέργειας που θα τις χρησιμοποιούσαν σαν καύσιμο για τα ασύμμετρα πολυεδρικά τους πόδια. Όσα επιβίωναν από τα άλλα αρπακτικά αυτού του παράξενου κόσμου, θα έφτανε κάποια στιγμή που θα έτρωγαν το πρώτο και τελευταίο τους γεύμα, σκοτώνοντας έτσι τους εαυτούς τους αλλά ταυτόχρονα δίνοντας ζωή στους απογόνους τους. Και αυτός ήταν ο κύκλος της ύπαρξης τους.
Το δυνατό φως του ηλιακού διδύμου φώτιζε αυτόν τον μακρινό πλανήτη. Ψηλά πάνω στον πρασινωπό ουρανό φαινόταν ο γιγάντιος πρωτεύων ήλιος, τόσο ζεστός και τόσο κοντά στον πλανήτη που θα είχε βράσει σε δευτερόλεπτα όλες τις θάλασσες της Γης. Σε κάποια απόσταση από αυτόν, μικροσκοπική όπως φαινόταν από την προοπτική του πλανήτη, περιφερόταν σε ελλειψοειδή τροχιά ο δευτερεύων ήλιος. Ήταν αρκετά μακριά από τον μεγάλο του αδερφό ώστε να μην συγχωνευτεί μαζί του, αλλά και αρκετά κοντά ώστε να δημιουργείται μεταξύ τους μια ροή από διαφυγέν του μικρού ήλιου υλικό, το οποίο κατάπινε αχόρταγα ο άλλος, σε μια διαδικασία που σε μερικά δισεκατομμύρια χρόνια θα εξαφάνιζε πλήρως το αδύναμο αστέρι. Προς το παρόν όμως, ο μικρός επιβίωνε και το μοναδικό που φαινόταν από αυτό το δραματικό σκηνικό από την επιφάνεια του πλανήτη ήταν ένα πυρακτωμένο ποτάμι, ένα φωτεινό κορδόνι που ένωνε τα δύο αστέρια σαν μια τιτάνια διελκυνστίδα.
Ξαφνικά κάτι διατάραξε την καυτή ηρεμία αυτού του μέρους. Σε αμέτρητα σημεία πάνω στον πράσινο ουρανό η πυκνή, γεμάτη αργόν, ατμόσφαιρα αναδιπλώθηκε και συγκεντρώθηκε σαν να σχημάτιζε σύννεφα. Σε ανύποπτη στιγμή, εκτυφλωτικές και συνάμα αθόρυβες λάμψεις ανατάραξαν τα σύννεφα αυτά. Με το που τελείωσε το φωτεινό πανδαιμόνιο, έκαναν την εμφάνισή τους κάτι τεράστιες για τα δεδομένα των όντων αυτού του πλανήτη σκιές. Οι σκιές κατέβαιναν με ταχύτητα προς το έδαφος, λες και ήθελαν να συγκρουστούν μαζί του, και μόνο την τελευταία στιγμή έκοβαν απότομα και προσεδαφίζονταν απαλά, τινάζοντας τα μεγαλοπρεπή φτερά τους. Όλο και περισσότεροι έφταναν, μέχρι που η γυμνή βραχώδης πεδιάδα γέμισε από το πλήθος τους. Ήταν τα στίφη των Τοποτηρητών. Και αυτός ήταν κάποτε ο γενέθλιος πλανήτης τους.
Ήταν ένα από τα σπάνια εκείνα ηλιακά συστήματα που δεν βρίσκονται σε βαρυτική ισορροπία. Με άλλα λόγια, ένα σύστημα με ημερομηνία λήξης, όπου η έλξη του γιγαντιαίου πρωτεύοντος ηλίου τράβηξε κοντά του όλους τους περιφερόμενους πλανήτες, ώσπου εκείνοι, διαγράφοντας για δισεκατομμύρια χρόνια κλειστές σπειροειδείς τροχιές, καταφαγώθηκαν από το αδηφάγο άστρο. Όλοι, εκτός από τον μακρινότερο. Τον μοναδικό που εμφάνισε ζωή. Όντα που γεννιόντουσαν, εξελίσσονταν κι εξαφανίζονταν ταχύτατα πέρασαν από αυτόν τον κόσμο, καθώς άλλες φυλές έπαιρναν συνεχώς την θέση των προηγούμενων, προσαρμοσμένες για να επιβιώσουν στις νέες συνθήκες θερμοκρασίας και βαρύτητας που μεταβάλλονταν διαρκώς καθώς ο πλανήτης πλησίαζε ολοένα στο ηλιακό δίδυμο, ώσπου να εξαϋλωθεί και ο ίδιος. Γεγονός που ήταν πλέον πολύ κοντά.
Σε έναν από αυτούς τους κύκλους εμφανίστηκαν οι Τοποτηρητές. Λίγες χιλιάδες χρόνια ήταν αρκετά για να φτάσουν σε τέτοιο επίπεδο φυλετικής εξέλιξης ώστε να τους διαλέξουν οι Προηγούμενοι. Κατόπιν έφυγαν, πριν το περιβάλλον γίνει για αυτούς ανυπόφορο, αφήνοντας την ζωή στον πλανήτη να ολοκληρώσει άλλον έναν κύκλο, για να αρχίσει έπειτα ο επόμενος. Έφυγαν για επωμιστούν το βάρος της ευθύνης που τους είχε ανατεθεί, χωρίς ποτέ να σταματήσουν να εξελίσσονται οι ίδιοι.
Και τώρα, που είχαν πλέον απαλλαχτεί από τα στεγανά και τα όρια του χώρου και του χρόνου, επέλεξαν για μία ακόμα φορά να υλοποιήσουν την ολότητά τους στις τέσσερις διαστάσεις και να επισκεφθούν το λίκνο τους. Κάποια από χιλιετίες θαμμένα μέσα στην διάνοιά τους συναισθήματα ξύπνησαν, ώστε να προτιμήσουν να συγκεντρωθούν σε αυτόν τον πλανήτη για να κάνουν αυτό που είχαν σκοπό να κάνουν.
Θα κατέστρεφαν τον κόσμο των παιδιών τους, εξολοθρεύοντας όλη την ανθρώπινη φυλή και κάθε ίχνος γήινης ζωής. Θα δημιουργούσαν στο κέντρο του πλανήτη μια πλανητικής κλίμακας μαύρη τρύπα, που θα τον κατέτρωγε και θα τον εξαφάνιζε. Έπειτα, θα περιόριζαν τον ορίζοντα γεγονότων της και θα την έκλειναν σε ένα πεδίο αντιύλης, ώστε να μείνει ανέγγιχτο το υπόλοιπο ηλιακό σύστημα. Και αυτό θα ήταν το τέλος. Ποιός θα ήταν καλύτερος τόπος για να παρακολουθήσουν το όλο θέαμα, από τον δικό τους πλανήτη, που πέθαινε ο ίδιος; Ποιό το καλύτερο μέρος για να γιορτάσουν, μέσα στην αυταρέσκειά τους, την ανωτερότητά τους πάνω σε όλες τις άλλες μορφές ζωής και ιδίως τους ανθρώπους; Για να ειρωνευτούν, μέσα στην δίνη του κοσμικού τους αστείου, την ασήμαντη ανθρώπινη φυλή;
Ήθελαν να προσλάβουν μέχρι τέλους όσες περισσότερες εμπειρίες μπορούσαν. Για αυτό κι επέλεξαν να περιοριστούν στον χωροχρόνο που αντιλαμβάνονταν οι άνθρωποι και στον οποίο ζούσαν κάποτε και οι ίδιοι, για να παρακολουθήσουν από την σκοπιά των θυμάτων τους το τέλος στο οποίο θα οδηγούσαν την Γη. Σαν θέαμα.
Στο κέντρο της συνάθροισής τους, τα απειράριθμα φτερωτά πλάσματα δημιούργησαν μια τρύπα στο διαστατικό συνεχές. Μέσα από τις συνδυασμένες διάνοιες όλης της φυλής, από την τρύπα ξεκίνησε ένα τούνελ, μια σήραγγα που διατρύπισε τον μεσόκοσμο, πέρασε ανάμεσα από τις κοσμικές χορδές και βρήκε εν τέλει την έξοδο - μια δίδυμη της εισόδου πύλη. Κι από εκεί φάνηκε η Γη. Ένα τρεμούλιασμα διέτρεξε το αγγελικό πλήθος. Ετοιμάστηκαν να στείλουν, μέσω της σκουληκότρυπας, έναν παλμό που θα διατάρασσε την υποατομική σταθερότητα του γήινου πυρήνα και θα τον έκανε να καταρρεύσει μέσα στον ίδιο του τον εαυτό.
Αλλά τότε κάτι συνέβη. Μια διακύμανση του Συνεχούς διέκοψε την συγκέντρωση της φυλής. Ξαφνικά στην άκρη της γυμνής, κοκκινωπής, βραχώδους πεδιάδας εμφανίστηκε ένα εκτυφλωτικό φως, τόσο δυνατό που έκανε τον μεσημεριανό πράσινο ουρανό να φαίνεται μαύρος, λες και ηταν νύχτα, λες και το φως του ηλιακού διδύμου ήταν αμελητέο. Οι Άγγελοι πισωπάτησαν. Τί ήταν αυτό που έβλεπαν κι αισθάνονταν; Πώς και δεν το αντιλήφθηκαν; Πώς Αυτοί, που όριζαν τον χώρο και τον χρόνο, δεν εννοούσαν την εμφάνιση αυτού του ανεξήγητου φαινομένου;
Συναισθήματα που εδώ και αμέτρητους αιώνες είχαν κρυφτεί και ξεχαστεί μέσα στην ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας τους βγήκαν ξανά στην επιφάνεια. Συναισθήματα που δεν περίμεναν ότι θα ξανανιώσουν ποτέ. Τρόμος και πανικός.
Το φως τους είχε πλέον πλησιάσει σε μικρή απόσταση. Έκπληκτοι οι Τοποτηρητές είδαν μια ακτινοβολούσα φιγούρα. Και δεν πίστευαν στα μάτια τους. Ήταν ένας Άγγελος. Όμοιος με αυτούς και όμως διαφορετικός. Ένας πιο θαρραλέος προχώρησε μπροστά από το τρομοκρατημένο πλήθος και ρώτησε νοητικά "τι είσαι;" Μια στιγμή σιωπής μεσολάβησε κι έπειτα, όλοι οι Άγγελοι ένιωσαν μέσα στο μυαλό τους να τους μιλάει η ίδια φωνή, μια φωνή απροσδιόριστη, λες και η χροιά της ήταν ένα κολλάζ από χροιές μυριάδων άλλων φωνών. "Όχι είμαι. Είμαστε. Είμαστε Εκείνοι. Πήραμε αυτή την μορφή για να μπορέσει να μας αντιληφθεί η πρωτόγονη διάνοιά σας. Είμαστε οι Προηγούμενοι." Ένας τρομερός πανικός ξεχύθηκε πάνω στο αγγελικό πλήθος. "Σας παρακολουθούσαμε. Πάντα σας παρακολουθούσαμε. Αφήσαμε συνειδητά πάνω σας τις ευθύνες και τις φροντίδες των Συμπάντων αυτού του επιπέδου Συνειδητότητας κι εμείς αναχωρήσαμε για το επόμενο. Όμως εσείς καταχραστήκατε εξαρχής μια εξουσία που δεν ήταν δική σας. Καταστρέφατε την ζωή τόσο έυκολα όσο την δημιουργούσατε, χωρίς ποτέ να νοιαστείτε για τις προοπτικές εξέλιξης όλων των νεογέννητων διανοιών του Σύμπαντος. Όμως τέρμα. Η εποχή της τυραννίας σας τελείωσε. Δεν είστε άξιοι να φέρετε αυτήν την ευθύνη πλέον. Η φυλή σας και η δύναμή σας τελειώνει - τώρα." Και με αυτά τα απλά, τελεσίδικα λόγια εξαφανίστηκε τόσο ξαφνικά όσο είχε εμφανιστεί. Και πριν οι Άγγελοι προλάβουν να συνειδητοποιήσουν πλήρως τι είχε συμβεί, άρχισε το Ολοκαύτωμά τους.
Οι Προηγούμενοι εξολόθρευσαν την αγγελική φυλή απλά, συνοπτικά, γρήγορα, όσο γρήγορα και ψυχρά θα κατέστρεφαν οι ίδιοι οι Άγγελοι την Γη. Το μόνο που έκαναν ήταν να γυρίσουν τους έκπτωτους Τοποτηρητές στην φυσική κατάσταση που είχαν όταν στο μακρινό τους παρελθόν τους είχε δοθεί το Χρίσμα. Μόνο που τώρα, απογυμνωμένοι από όλες τις δυνάμεις τους, παγιδευμένοι, μετά από αμέτρητους Κύκλους, στην εύθραυστη σάρκα τους, που τόσο έμοιαζε με την ανθρώπινη, δεν άντεξαν παρά για μερικά δευτερόλεπτα την πανίσχυρη ακτινοβολία του τόσο κοντινού πλέον γιγαντιαίου ήλιου.
Δεν ακούστηκε ούτε μια κραυγή. Ούτε ένα ουρλιαχτό. Σε ελάχιστες στιγμές, όλο το αγγελικό πλήθος είχε μεταβληθεί σε μια υγροποιημένη μάζα, που λέκιαζε την πεδιάδα. Σύντομα, και αυτή η μάζα εξαερώθηκε σε ευγενή αέρια άγνωστα στην Γη.
Το τέλος για τους πρώην Σπορείς των Κόσμων. Άδοξο, σύντομο, ανηλεές.
"Και οι συνειδήσεις τους;" ήταν η ερώτηση που διατυπώθηκε κάπου έξω από την Ροή του Είναι. "Δεν θα χαθούν" ήρθε η απάντηση. "Θα συγχωνευτούν με την ουσία του Κόσμου, αλλά στα κατώτερα Επίπεδα του. Θα τιμωρηθούν, θα υποφέρουν και θα παραδειγματιστούν." "Για πόσο;" "Για όσο χρειαστεί. Θα είναι το μαρτύριο που θα έχουν σύρει οι ίδιοι τους εαυτούς τους. Θα αισθάνονται, ξανά και ξανά, την απόγνωση και τον πόνο των όντων που κατέστρεψαν. Αλλά δεν θα είμαστε εμείς που θα τους τιμωρούμε. Θα είναι οι ίδιοι, η δικιά τους συνείδηση που θα τους σέρνει στην δοκιμασία. Και για αυτόν τον λόγο μόνο οι ίδιοι θα μπορέσουν να σώσουν τους εαυτούς τους, όταν καταλάβουν το μέγεθος της αστάθειας που προκάλεσαν στην Ροή του Είναι. Γιατί όλοι κάνουν λάθη, ακόμα και εμείς. Δεν μπορούμε να επωμιστούμε το βάρος του ολοκληρωτικού συνειδησιακού αφανισμού μιας φυλής. Αρκεί που τους καταστρέψαμε σαν υπάρξεις. Αν οι εναπομείνασες συνειδήσεις τους καταφέρουν να ξεπεράσουν το φράγμα των κατώτερων επιπέδων, έχει καλώς. Αν όχι... ας γίνουν ένα με τον Ωμφαλό του Τίποτα. Θα εξαρτηθεί από αυτούς και μόνο." "Και με τους επόμενους Τοποτηρητές τι θα κάνουμε;" "Υπάρχουν πολλές φυλές που διεκδικούν επάξια το Χρίσμα. Ακόμα και αυτοί οι άνθρωποι θα μπορούσαν... αλλά είναι πολύ νεαρή φυλή ακόμα. Δεν είναι έτοιμοι. Ίσως, αν καταφέρουν να εξελιχθούν όσο χρειάζεται χωρίς να αυτοκαταστραφούν, να έρθει η σειρά τους. Αλλά τώρα ας τους αφήσουμε να τραβήξουν τον δρόμο τους."
Έτσι, με μια γενοκτονία αποφεύχθηκε μια άλλη. Και η Γη, που έφτασε τόσο κόντα στο τέλος της, σώθηκε.
Η Γη, που ανάμεσα στα παιδιά της φιλοξενούσε την τελευταία που κάποτε ήταν μέλος μιας εξαφανισμένης πλέον φυλής.

Ο Βερεκίδης χαμήλωσε το όπλο του. Τον είχε σκοτώσει. Σκότωσε αυτόν τον που έπρεπε να μεταφέρει σώο και αβλαβή, μαζί με την γυναίκα, στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Μάρκοβιτς είχε άδειο βλέμμα κι ένιωθε ένα πλάκωμα να τον βαραίνει. Πλάκωμα που προερχόταν όχι από οίκτο για τον νεκρό, αλλά από την σκέψη των επιπτώσεων που θα είχε για αυτούς η αποτυχία της αποστολής τους.
Ο Μιχάλης ανακάθησε, κοιτώντας το ματωμένο κορμί του φίλου του κοντά στα πόδια του. Πριν λίγα δευτερόλεπτα, πάλευαν μέχρι θανάτου. Τώρα, που τον έβλεπε νεκρό, μια σπίθα λογικής έλαμψε μέσα στο σκοτάδι της παραφροσύνης του και συνειδητοποίησε την κατάσταση στην οποία βρισκόταν. "Τί έκανα; Θεέ μου, τί έγινε εδώ;" ψιθύρισε.
Και η Εύα, βλέποντας το νεκρό κορμί του αγαπημένου της, διαισθανόμενη για πρώτη φορά τον αναπόφευκτο πόνο της παντοτινής απώλειας, το τελεσίδικο της ανθρώπινης θνητότητας, την απόγνωση του άδικου χαμού, ορθώθηκε τρομερή μέσα στην απύθμενή της οδύνη. Κοίταξε με ένα εφιαλτικό βλέμμα τους δύο εκτελεστές. Ο Μιχάλης αισθάνθηκε τόση έκπληξη που την είδε πάλι όρθια και ζωντανή, μετά τον πυροβολισμό της με το τουφέκι, ώστε δεν πρόλαβε καν να τρομάξει.
Ο απροσμέτρητος πόνος της ξύπνησε μέσα της τα τελευταία ψήγματα της παλιάς της δύναμης. Διοχετεύοντας όλο της το είναι στο παράπονο και το μίσος της ενάντια στην ανθρώπινη τρέλα και μοχθηρία, έβγαλε μια φρικιαστική κραυγή. Μια κραυγή που δεν ακούστηκε, αλλά που την ένιωσαν μέσα στο κεφάλι τους όσοι αναμίχθηκαν σε αυτήν την τρομερή συνομωσία. Οι δύο εκτελεστές. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη. Όλα τα μέλη της Αδελφότητας ανά τον κόσμο, που μπορεί να μην ήξεραν για την συνωμοσία καθ'αυτή, αλλά συντήρησαν για τόσο καιρό μια κατάσταση που με τα ψέματά της οδήγησε στον χαμό του Ιάσονα. Όλοι άκουσαν ταυτόχρονα αυτήν την νοητική κραυγή. Τόσο δυνατή, τόσο σπαραχτική, τόσο εφιαλτική, που μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα τους τρέλανε. Ήθελαν να σταματήσει, να μην την ακούνε πλέον, να μην υποφέρουν. Σχεδόν την ίδια στιγμή οι δύο εκτελεστές σήκωσαν τα περίστροφά τους, τα ακούμπησαν στον κρόταφό τους και αυτοκτόνησαν. Ο Πατριάρχης βγήκε τρέχοντας από το γραφείο του, μέσα στην έκπληξη των παρακείμενων ιερέων, ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες του καμπαναριού του Πατριαρχικού Ναού του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι και όταν έφτασε στην κορυφή πήδηξε στο κενό. Παντού σε όλη την υφήλιο, οι αποδέκτες της οργής της Εύας αποζήτησαν - κι έδωσαν - γρήγορο τέλος στην ζωή τους.
Ο Μιχάλης κοιτούσε έντρομος τα τραβηγμένα χαρακτηριστικά, την δαιμονική μορφή και το ορθάνοιχτο στόμα της νεκραναστημένης. Αλλά δεν άκουγε τίποτα. Η Εύα πάνω στην εκδικητική της μανία τον λυπήθηκε, αφού διαισθάνθηκε ότι δεν έκανε τίποτα από πραγματική κακία και ήταν στην πραγματικότητα θύμα των περιστάσεων. Αλλά ο οίκτος της δεν είχε κανένα αντίκρισμα. Η αυτοκτονία των εκτελεστών ήταν η χαριστική βολή στο λογικό του Μιχάλη, που σηκώθηκε ουρλιάζοντας και άρχισε να τρέχει προς την πόλη. Τα ξημερώματα της επόμενης μέρας ξεβράστηκε το πνιγμένο του πτώμα σε κάποιο σημείο της Νέας Παραλίας.
Η Εύα σταμάτησε. Οι διογκωμένες φλέβες της κρύφτηκαν. Το μελανό χρώμα που είχε απλωθεί πάνω στην επιδερμίδα της έδωσε και πάλι την θέση του στην προηγούμενη μπρούτζινη απόχρωση. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, φρικιαστικά καθώς είχαν γίνει από την τελευταία της προσπάθεια, αμβλύνθηκαν και γρήγορα ξαναγύρισαν σε αυτό που ήταν - την επιτομή της γυναικείας ομορφιάς. Αλλά το πρόσωπό της ήταν τελείως ανέκφραστο. Η στιγμιαία εκδικητική ηδονή που ένιωσε βλέποντας τους δύο εκτελεστές να αυτοπυροβολούνται και διαισθανόμενη όλες τις άλλες αυτοκτονίες που προκάλεσε η κραυγή της ξεθύμανε γρήγορα και έδωσε την θέση της στο απόλυτο κενό. Δεν αισθανόταν τίποτα. Ούτε πόνο, ούτε τύψεις. Τίποτα.
Ξάφνου, άκουσε πίσω της ένα πνιχτό βήξιμο. Γύρισε... και είδε πως ήταν ο Ιάσονας. Ήταν ακόμα ζωντανός.
Αμέσως ένιωσε τα συναισθήματα της να ξαναγυρνούν, και τον πόνο και την αγάπη που ένιωθε να ξαναξεχύνονται μέσα στο στήθος της σαν καυτό λάδι. Ξεσπώντας χωρίς να το καταλάβει σε κλάματα, έτρεξε πάνω από το ματωμένο κορμί του λατρεμένου της, τον αγκάλιασε ανασηκώνοντάς τον ελαφρά και τον έσφιξε πάνω της, τρέμοντας μέσα στον θρήνο της και χύνοντας καυτά δάκρυα στον κόρφο της και το κεφάλι του.
Ο Ιάσονας, αδύναμος, μουδιασμένος, με παραλυμένο σώμα που δεν ένιωθε πλέον ούτε καν πόνο, είχε αντιληφθεί με την αλάνθαστη επιθανάτια διαίσθησή του ότι σύντομα θα πέθαινε. Όπως αντιλήφθηκε, χωρίς να μπορέσει να εξηγήσει το γιατί, ότι ο κόσμος, η Γη, δεν θα πέθαινε μαζί του. Το επικείμενο τέλος δεν θα ερχόταν. Κατά κάποιο τρόπο, η ανθρωπότητα είχε σωθεί. Ποιό υπερκόσμιο μήνυμα είχε λάβει; Τώρα, που η ύπαρξή του θα άφηνε αυτόν τον κόσμο, είχε άραγε στην διάθεσή του μερικές στιγμές που η συνείδησή του θα εναρμονιζόταν με το υπαρξιακό συνεχές, σαν τελευταίο δώρο της φύσης πριν η ζωή του ως άνθρωπος τελειώσει; Δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Και δεν τον ένοιαζε πια.
Η αίσθηση μιας αγαπημένης αγκαλιάς, η υφή ενός απαλού δέρματος, η θέρμη μιας ευωδιαστής ανάσας και ο λυγμός μιας υπέροχης φωνής τον έκανε να καταλάβει ότι η Εύα ήταν μαζί του. Με πολύ κόπο άνοιξε τα υγρά, κατακόκκινα μάτια του για να την δει για μία τελευταία φορά. Την αντίκρισε και μια αγαλλίαση φάνηκε στο βλέμμα του. "Εύα" ψιθύρισε. Εκείνη άνοιξε τα μάτια της και όταν τον είδε να την κοιτάζει ξέσπασε πάλι σε αναφιλητά. "Αγάπη μου..." είπε ανάμεσα από τα δάκρυά της. "Λατρεία μου, αγαπημένε μου, συγχώρεσέ με που δεν μπόρεσα να σε σώσω..." "Με έσωσες" της είπε. "Και μου έδωσες πιο πολλά από όσα θα άξιζαν ποτέ σε έναν άνθρωπο." Το χέρι του έψαξε το δικό της και όταν το βρήκε, με μια τελευταία ρανίδα δύναμης, το έσφιξε. "Ο κόσμος δεν θα τελειώσει. Το νιώθω. Δεν ξέρω πώς, αλλά το νιώθω. Ο κόσμος δεν θα τελειώσει." Σταμάτησε για να βήξει αίμα και μετά συνέχισε. "Εγώ όμως θα τελειώσω σε λίγο. Σαν άνθρωπος. Αλλά όχι σαν ύπαρξη." "Τι εννοείς;" του ψιθύρισε η Εύα, καθώς μια πνοή από βουνίσιο αεράκι δρόσισε τα υγρά από τα δάκρυα μάγουλά της. "Αυτό, που σε είχα ρωτήσει κάποτε... για το ποιό είναι το τέλος... το πραγματικό τέλος... το βλέπω καθαρά τώρα. Το νιώθω. Ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ανθρώπινης ύπαρξης. Απλά με τον θάνατο το ανθρώπινο πνεύμα φεύγει από αυτόν τον τόπο για να συναντήσει τις συνειδήσεις όλων των άλλων όντων του Κόσμου." "Λατρεμένε..." είπε η Εύα. "Εγώ δεν μπορώ να πεθάνω... οπότε δεν θα σε ξαναδώ ποτέ... δεν θα σε ξανανιώσω ποτέ... τι θα κάνω χωρίς εσένα;" "Φυσικά και θα με ξαναδείς... κάποτε θα ξαναβρεθούμε. Δεν ξέρω πώς, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα γίνει. Τίποτα δεν τελειώνει σε έναν κόσμο όπου τα πάντα αρχίζουν. Αλλά και μέχρι να συναντηθούμε, εγώ θα είμαι μαζί σου. Όσος καιρός και να περάσει, θα με νιώθεις να είμαι μαζί σου. Στο υπόσχομαι." Ένιωθε την παγωνιά να τον βυθίζει σιγά σιγά στο πρόσκαιρο σκοτάδι του θανάτου. Είχε έρθει η ώρα. "Θέλω να σε φιλήσω" της είπε σφίγγοντας λίγο παραπάνω το χέρι της και κλείνοντας τα μάτια του. "Για μια τελευταία φορά." Η Εύα έσκυψε πάνω από τα ξερά του χείλη και του έδωσε το βαθύτερο φιλί. Σε μερικά δευτερόλεπτα, και καθώς φιλιόντουσαν ακόμα, η ασταθής του ανάσα σταμάτησε και το χέρι του χαλάρωσε το σφίξιμό του. Ο Ιάσονας ξεψύχησε.

*****

Πολλά χρόνια πέρασαν και στην Αφρική, συγκεκριμένα στην Νιγηρία, μενόταν ακόμα μία εμφύλια διαμάχη. Ανάμεσα στους απεσταλμένους της ανθρωπιστικής βοήθειας ήταν και μια πανώρια γυναίκα, που βοηθούσε με ξεχωριστό ζήλο και αυτοθυσία τους τραυματισμένους και τα θύματα του πολέμου. Μια γυναίκα πανέμορφη, που στην θέα της και μόνο οι πληγέντες ένιωθαν ανακούφιση.
Παλαιότεροι συνάδελφοί της ορκίζονταν πως από τότε που είχε αρχίσει να δουλεύει μαζί τους δεν είχε εμφανίσει την παραμικρή ρυτίδα ή το απειροελάχιστο ψεγάδι στο τέλειο πρόσωπό της, στο θεϊκό κορμί της. Παρ'όλα τα χρόνια που είχαν περάσει και τις κακουχίες των συρράξεων στις οποίες είχαν γίνει μάρτυρες, εκείνη παρέμενε εν τούτοις φρέσκια και δροσερή σαν εικοσάχρονη κοπελίτσα.
Αλλά το βλέμμα της... κανείς δεν μπορούσε να την κοιτάξει κατάματα και να μην χαμηλώσει τα δικά του. Παρ'όλη την απατηλή νεότητά της, μέσα στο βλέμμα της αντικαθρεφτίζονταν βάσανα και συσσωρευμένος πόνος ετών. Αλλά κανείς δεν την ρώτησε ποτέ τί κρύβει το παρελθόν της. Κανείς δεν είχε το κουράγιο.
Κανείς δεν είχε το κουράγιο να ξεψαχνίσει τις πληγές του παρελθόντος της Εύας.
Ακόμα δεν μπορούσε η Εύα να ερμηνεύσει τα τελευταία αινιγματικά λόγια του Ιάσονα. Ήξερε μόνο ότι μέχρι στιγμής είχαν βγει αληθινά. Όχι μόνο το τέλος δεν είχε έρθει, αλλά επιπλέον ένιωθε συνεχώς και παντού την παρουσία του Ιάσονα, να την ακολουθεί, να την κοιτάζει, να στέργει πάνω της όποτε αυτή το είχε ανάγκη. Μετά τον θάνατό του αφιέρωσε την ζωή της στο να βοηθά τους πονεμένους και τα θύματα αυτού του κόσμου - το λιγότερο που μπορούσε να κάνει για τον πλανήτη που κάποτε γέννησε εκείνον που αγάπησε όσο τίποτα άλλο στην ζωή της.
Τόσα χρόνια είχαν περάσει και η αγάπη της για τον Ιάσονα, όπως και ο πόνος και η θλίψη της για τον χαμό του, είχαν παραμείνει φρέσκα και αναλλοίωτα. Και θα παρέμεναν έτσι για πάντα. Για πάντα, μέχρι να τον συναντήσει πάλι. Γιατί όπως όλα τα υπόλοιπα λόγια του επαληθεύτηκαν, ήταν σίγουρη ότι και αυτό θα έβγαινε αληθινό. Κάποτε θα ξαναβρεθούμε, της είχε πει. Και τον πίστευε. Δεν ήξερε πώς, δεν ήξερε γιατί. Αλλά τον πίστευε. Και πίστευε και την καρδιά της, που εναρμονισμένη θαρρείς με την ελπίδα που έδινε η ίδια σε κάθε τραυματισμένο, άρρωστο και πληγωμένο που φρόντιζε, της έλεγε κάθε ώρα, κάθε λεπτό, κάθε στιγμή, το ίδιο πράγμα.
Ότι κάποτε θα τον ξαναέβλεπε.


ΤΕΛΟΣ

4 σχόλια. Βγάλτε το από μέσα σας!:

Ανώνυμος 25 Νοεμβρίου 2009 στις 1:42 π.μ.  

GAMATO telos omws??????wow....polu kalo.oute melo oute happy end.afta einai!!!mpravooo!!!:)

Ανώνυμος 25 Νοεμβρίου 2009 στις 1:44 π.μ.  

xexasa na valw onoma...georgia :)

Dimos 25 Νοεμβρίου 2009 στις 8:27 π.μ.  

Κουκλάκι μου! Ευχαριστώ πολύ! Αν σε πω ότι την ιδέα του τέλους μου την έδωσες εσύ; :)

trpt 25 Οκτωβρίου 2013 στις 12:09 π.μ.  

τι πλάκα έχει που το διαβάζω με 4 χρόνια κα8υστέρηση..
τι όμορφα γράφεις..και τι περίεργα νιώ8ω.
κ είναι απ'αυτές τις στιγμές που τίποτε άλλο δεν 8α ταίριαζε να έχω διαβάσει.
ευχαριστώ

Η ΦΑΣΗ ΓΗΣ - ΣΕΛΗΝΗΣ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΥΣ (ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ) ΤΥΠΟΥΣ...

ΠΟΣΟΙ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΤΕΛΙΚΑ ΕΔΩ ΜΕΣΑ;

Powered By Blogger
Powered By Blogger
Powered By Blogger

  © Blogger templates Romantico by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP