Αναζήτηση αναρτήσεων

Η πτώση - μέρος 4

>> 11/9/09

Ο Μιχάλης οδηγούσε κάπως νευρικά. Ήταν αρκετά κουρασμένος και ακόμα περισσότερο εκνευρισμένος. Το να προσπαθεί να πείσει τον υπεύθυνο καθηγητή του διδακτορικού του ότι η έρευνα που έκανε είχε πέσει σε τέλμα, την ίδια στιγμή που πριν από μια εβδομάδα του είχε πει ότι την είχε σχεδόν ολοκληρώσει, ήταν σίγουρα ψυχοφθόρο. Αλλά δεν μπορούσε να αγνοήσει τα νέα δεδομένα που είχαν προκύψει. Αν υπήρχαν βέβαια νέα δεδομένα - μέχρι στιγμής στηριζόταν στην μαρτυρία ενός φίλου, την οποία ελάχιστα πίστευε. Και λογικό ήταν. Πέρα από την εκάστοτε θρησκευτική πίστη και καλλιέργεια του, θα μπορούσε άραγε ο οποιοσδήποτε να πάρει στα σοβαρά έναν που θα του έλεγε ότι έχει στο σπίτι του έναν άγγελο; Αλλά από την άλλη... ο Ιάσονας ήταν ένα σοβαρό άτομο που συνήθως μετρούσε τα λόγια του. Επιπλέον, το γεγονός ότι ο Ιάσονας ήταν αρκετά σκεπτικιστής στα θρησκευτικά θέματα, έκανε τον Μιχάλη να σκεφτεί ότι για να κάνει εκείνος μια τόσο βαρύγδουπη δήλωση θα πρέπει όντως να συμβαίνει κάτι. Kαι πάλι όμως... Μήπως ο Ιάσονας, χαμένος στον νεφελώδη καλλιτεχνικό του κόσμο, άρχισε να πειραματίζεται με τίποτα παραισθησιογόνες ουσίες; Ήταν κι αυτό μια πιθανότητα.
Πήρε την στροφή του χωματόδρομου δεξιά και συνέχισε να ανεβαίνει. Σε λίγο φάνηκε η μεζονέτα που έμενε ο Ιάσονας. Μια ανησυχία έπιασε τον Μιχάλη. Αισθανόταν ότι κάτι αλλόκοτο συνέβαινε εδώ, αν και δεν μπορούσε να εξηγήσει τί. Έφτασε στο πάρκινγκ του Ιάσονα και είδε ότι το αμάξι του ήταν εκεί. Αποφάσισε να το αφήσει από μπροστά και, καθώς έκανε αναστροφή για να το βάλει με την όπισθεν, έπιασε με την άκρη του ματιού του μια λάμψη. Βγάζοντας το κεφάλι του από το παράθυρο είδε κάτι περίεργα χρυσοκόκκινα φώτα να αναβοσβήνουν από τον όροφο του σπιτιού. Και ξαφνικά άκουσε μια σπαρακτική κραυγή πόνου. Ήταν ο Ιάσονας.
Πετάχτηκε από το αυτοκίνητο κι έτρεξε προς την εξώπορτα. Την βρήκε ανοιχτή και όρμησε μέσα. Καθώς έφτασε στην σκάλα, ο Ιάσονας ξαναούρλιαξε - αυτή την φορά το ουρλιαχτό του ήταν μακρόσυρτο κι έσβησε σιγά σιγά, λες και προερχόταν από τα έγκατα μιας αβύσσου. Ο Μιχάλης ανέβηκε τα σκαλοπάτια τρέχοντας. Μα όταν έφτασε πάνω, σταμάτησε απότομα και αντίκρυσε αυτό που θα άλλαζε την ζωή του για πάντα.
Ο Ιάσονας ήταν ξαπλωμένος. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά αλλά δεν είχαν κόρες και το δέρμα του είχε πάρει ένα ανοιχτό μπρούτζινο χρώμα, την ίδια στιγμή που από το στόμα και τα ρουθούνια του έβγαιναν λεπτά φωτεινά νημάτια. Πάνω του καθόταν η πιο όμορφη και ταυτόχρονα η πιο αλλόκοσμη γυναίκα που είχε δει ποτέ ο Μιχάλης. Τα δάχτυλα των χεριών της είχαν εισχωρήσει, θαρρείς, στο στέρνο του  Ιάσονα. Το δέρμα του φαινόταν σαν συνέχεια του δέρματός της. Στο υπέροχο πρόσωπό της είχε δυο τεράστια, πανέμορφα μάτια, επίσης χωρίς κόρη και με κατάμαυρο βολβό. Από την πλάτη της ξεφύτρωναν δύο τεράστιες λευκές φτερούγες, που πάλλονταν και αναβόσβηναν με το χρυσοκόκκινο φως που είχε προσέξει νωρίτερα. Αλλά παρατηρώντας τις προσεκτικότερα, είδε ότι ήταν διαφανείς. Έμοιαζαν περισσότερο με σκιές, με άυλες προβολές αυτών που ίσως κάποτε ήταν οι φτερούγες αυτού του πανώριου πλάσματος.
Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσει ότι δεν είχε τρομάξει τόσο, όσο και ο ίδιος θα περίμενε. Ένιωθε περισσότερο δέος για το θέαμα αλλά και τρομερή ανησυχία για τον Ιάσονα. Ξαφνικά, το σώμα εκείνου άρχισε να έχει βίαιους σπασμούς. Οι φλέβες του άρχισαν να διαγράφονται μελανές κι ένας πνιχτός βήχας του έκοβε την ανάσα. Ήταν φανερό ότι υπέφερε. Ο Μιχάλης δεν το άντεξε άλλο και, σκεφτόμενος μόνο για μια στιγμή την δικιά του ασφάλεια, όρμησε προς το ταλαιπωρημένο σώμα του φίλου του. Την ίδια στιγμή, μια τρομερή δύναμη τον τίναξε προς τα πίσω. Ο Μιχάλης προσγειώθηκε με την πλάτη πάνω στην βιβλιοθήκη του σαλονιού, η οποία κατέρρευσε σπάζοντας στα δύο. Αρκετά βιβλία έπεσαν πάνω του και τον χτύπησαν. Ανακτώντας με το ζόρι την ισορροπία του, είδε ένα σφαιρικό ενεργειακό πεδίο γύρω από το απόκοσμο ζευγάρι να δονείται και να αναταράζεται. Ο Μιχάλης κατάλαβε ότι ποτέ δεν θα μπορούσε να πλησιάσει περισσότερο. Γεμάτος απόγνωση, αλλά ξέροντας ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο, κατέβηκε τις σκάλες και βγήκε από το σπίτι.
Έπεσε βαριά στην θέση του οδηγού. Ήταν συγκλονισμένος. Άραγε αυτό ήταν το τέλος; Η απόδειξη ότι όλα όσα πίστευε στην ζωή του, όλα όσα θεωρούσε δεδομένα, ήταν ψέματα; Σιωπηλά, καθώς ξεκίνησε το αμάξι του, αναλύθηκε σε δάκρυα. Τι μπορούσε να κάνει; Ούτε στιγμή δεν του πέρασε από το μυαλό να ειδοποιήσει κανέναν σχετικά με αυτό που είχε δει, και ακόμα λιγότερο την αστυνομία. Το κινητό του, που είχε αφήσει μέσα στο αυτοκίνητο, δονήθηκε υπενθυμίζοντάς του ότι στο διάστημα της απουσίας του είχε τρεις αναπάντητες κλήσεις από την Λίζα. Σαν φόντο οθόνης είχε μια φωτογραφία που είχε τραβήξει πέρυσι στο Άγιο Όρος. Ξαφνικά, βλέποντάς την, του ήρθε μια ιδέα. Σκούπισε τα δάκρυά του και γκάζωσε αποφασιστικά.

Ένα τεράστιο αμφιθέατρο απλώθηκε μπροστά του. Το χρώμα από βαθμίδα σε βαθμίδα σκούραινε, από υπόλευκο στα υψηλότερα επίπεδα, έως χρυσό στην κεντρική πλατεία. Σε κάθε του βήμα ξεσηκωνόταν ένα συννεφάκι από λαμπυρίζουσα σκόνη που επικάθονταν πάνω στα πόδια του και μετά διαλυόταν. Το αμφιθέατρο ήταν, εκτός από μία υψίκορμη προεξοχή σαν βωμό στην μέση του πλατώματος, τελείως άδειο από οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο. Όμως ήταν γεμάτο από εκείνους... Ο Ιάσονας είδε εκστασιασμένος μυριάδες φτερωτά, αυτόφωτα, πανέμορφα πλάσματα να πετάνε από όλες τις κατευθύνσεις προς αυτό. Άλλα είχαν ήδη φτάσει και συνωστίζονταν στις κατώτερες βαθμίδες, ενώ άλλα τίναζαν περήφανα τις φτερούγες τους και προσγειώνονταν απαλά και τελείως αθόρυβα. Το φως με το οποίο ακτινοβολούσαν τα απειράριθμα κορμιά ήταν τόσο δυνατό που με δυσκολία το άντεχε.
Αν και τιτάνιο, το αμφιθέατρο ήταν περιορισμένης χωρητικότητας. Καθώς οι χαμηλότερες βαθμίδες γέμιζαν, όλο και περισσότεροι άγγελοι προσγειώνονταν στα υψηλότερα επίπεδα. Δύο από αυτούς κατευθύνθηκαν με ταχύτητα προς το μέρος του Ιάσονα. Πάγωσε από τον φόβο. Σίγουρα με είδαν, σκέφτηκε. Αποδεχόμενος την μοίρα του, σήκωσε το κεφάλι του θαρρετά και τους αντίκρισε. Εκείνοι όμως προσγειώθηκαν πληθωρικά δίπλα του και ούτε που του έδωσαν σημασία. Απορημένος ο Ιάσονας και δοκιμάζοντας την τύχη του πήγε στον κοντινότερο του και τον κοίταξε σχεδόν κατά πρόσωπο. Ο άγγελος δεν αντέδρασε καθόλου. Ούτε αυτός, ούτε κανείς άλλος, δεν μπορούσε να τον δει.
Κοιτάζοντάς τον από κοντά, ο Ιάσονας ένιωσε την ομορφιά του να του κόβει την ανάσα. Αλλά υπήρχε κάτι που τον ενοχλούσε, κάτι στην υπερβολικά τέλεια όψη την δικιά του και όλων των άλλων, που του προξενούσε αηδία. Κάτι που δεν αισθανόταν όταν έβλεπε την αψεγάδιαστη μορφή της Εύας. Και τότε το πρόσεξε. Κανείς τους δεν είχε γεννητικά όργανα. Ήταν άφυλοι, με πανομοιότυπα λεπτεπίλεπτα σώματα. Η ερμαφρόδιτη ομορφιά τους ήταν ταυτόχρονα ελκυστική και αποκρουστική και τόσο εξωγήινη στα μάτια του που του προκαλούσε εμετό. Απέστρεψε το βλέμμα του μην αντέχοντας να τους αντικρίζει άλλο.
Ένα σιγανομουρμούρισμα από άπειρες εξαίσιες φωνές τράβηξε την προσοχή του στο κέντρο του αμφιθεάτρου. Ένα σμήνος από αγγέλους είχε προσγειωθεί γύρω από τον βωμό και μόνος ένας από αυτούς έκατσε πάνω του. Την ίδια στιγμή, ένας από την υπόλοιπη πομπή προχώρησε και στάθηκε μπροστά του. Ξαφνικά, απρόσμενα, ο Ιάσονας μεταφέρθηκε στο κέντρο της δράσης, κοντά στον βωμό. Ξεπερνώντας το αρχικό σοκ από την τηλεμεταφορά αυτή, πρόσεξε εκείνον που στεκόταν μπροστά στον βωμό και αναφώνησε έκπληκτος. Ήταν η Εύα. Το άφυλο σώμα της ήταν αέρινο και πανομοιότυπο με των άλλων αλλά τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, αν και πιο αδρά, δεν άφηναν καμία αμφιβολία. Ξαφνικά, αυτός που καθόταν πάνω στον βωμό, μίλησε με μια τρομερή, πλούσια και συνάμα αποκρουστική ανδρόγυνη φωνή. Δίχως να πιστεύει στα αυτιά του, ο Ιάσονας συνειδητοποίησε ότι καταλάβαινε τί έλεγε η μεγαλοπρεπής αυτή φιγούρα.
"Ξέρετε όλοι γιατί μαζευτήκαμε εδώ. Ξέρετε όλοι ότι η Αρμονία του Κόσμου μας ήρθε στο χείλος της καταστροφής. Και όλα αυτά εξαιτίας της αγνωμοσύνης και της ματαιοδοξίας ενός και μόνο από μας. Όλα αυτά εξαιτίας του [...]" είπε, και έδειξε την Εύα. Ο Ιάσονας έχασε την τελευταία λέξη του ομιλητή, που μάλλον θα πρέπει να ήταν το κανονικό όνομα της Εύας. Άξαφνα θυμήθηκε ότι η Εύα του είχε πει  πως αυτός δεν θα μπορούσε ποτέ να το προφέρει. Ίσως το άγνωστο σε αυτόν μεταφραστικό του σύστημα να μην μπορούσε να υλοποιήσει στο μυαλό του ήχους ή έννοιες που ξεπερνούσαν την διάνοιά του. Αυτά που άκουγε όμως του ήταν αρκετά για να καταλάβει τί γινόταν εδώ. Κατά κάποιον τρόπο, την δίκαζαν.
"Κανείς δεν σου έδωσε το δικαίωμα να προσπαθήσεις να μεταφέρεις την Γνώση μας σε αυτούς. Σε αυτούς! Μια ατελή, παράδοξη φυλή, καταστροφική και αυτοκτονική, που δεν σέβεται καν την ίδια της την επιβίωση, καταστρέφοντας τον πλανήτη που ζει!" Κοίταξε γύρω του το απειράριθμο πλήθος που παρακολουθούσε. "Εδώ και αμέτρητους Κύκλους ταξιδεύουμε μέσα και έξω από τα όρια του Κόσμου. Έχουμε δει Σύμπαντα να πεθαίνουν και να ξαναγεννιούνται. Έχουμε διασχίσει την Μέση, ξετυλίγοντας το [...] κάθε διάστασης. Έχουμε γνωρίσει και δει τα Πάντα του Τίποτα και το Τίποτα των Πάντων. Αλλά το κυριότερο όλων, σπείραμε και καλλιεργήσαμε τον σπόρο της Ζωής σε αμέτρητους κόσμους. Δημιουργήσαμε όντα που ζουν ταυτόχρονα σε όλες τις διαστάσεις ή που αντιλαμβάνονται μερικές μόνο και παρακολουθήσαμε την εξέλιξή τους. Είδαμε τις πιθανότητές τους και επιλέξαμε να δώσουμε σε κάποιες το δώρο της Διάνοιας. Ήδη  πολλές μπορούν να μας αντιληφθούν και να επικοινωνήσουν με τον τρόπο τους μαζί μας. Ίσως σε μερικούς Κύκλους να φτάσει κάποια φυλή σε σημείο να αντιληφθεί  την Αλήθεια Όλων και να μας ανακουφίσει επιτέλους από αυτό το καθήκον που ανατέθηκε με τον ίδιο τρόπο σε εμάς από τους Προηγούμενους. Ίσως να γίνουν τα μέλη εκείνης της φυλής αυτό που είμαστε τώρα, για να μπορέσουμε επιτέλους να ξεκουραστούμε κι εμείς για πάντα μέσα στην ευδαιμονία της Απόλυτης Γνώσης. Ίσως μπορέσουν τα μέλη εκείνης της φυλής να γίνουν οι Τοποτηρητές των Πάντων!" Γύρισε και ξανακοίταξε την Εύα. "Μέχρι να γίνει όμως αυτό, Τοποτηρητές είμαστε εμείς. Και όπως σπέρνουμε την Ζωή και δίνουμε την Διάνοια, έτσι ξεριζώνουμε εκείνους που σπαταλάνε το πολύτιμο δώρο μας. Ναι, μια φυλή μπορεί να αποτύχει, γιατί ούτε και εμείς δεν μπορούμε να σταματήσουμε την Ροή του Είναι και δεν έχουμε δύναμη πάνω στις επιλογές που θα κάνουν. Όταν αυτές απειλούν την Αρμονία και στερούν την ευκαιρία σε άλλες μορφές Διάνοιας να ανθίσουν, τις στέλνουμε στον Ωμφαλό του Τίποτα και τις αφήνουμε να συγχωνευτούν με την Ανυπαρξία!"  Ξαναγύρισε στο κοινό και το ερμαφρόδιτό του πρόσωπο πήρε ένα σκοτεινό ύφος. "Πριν λίγους Κύκλους αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε ένα πείραμα. Να δημιουργήσουμε μια φυλή που να μας μοιάζει. Έτσι σπείραμε τους [...]" Το τελευταίο δεν το έπιασε ο Ιάσονας αλλά δεν του χρειάστηκε για να καταλάβει ποιούς εννοούσε. Μιλούσε για τους ανθρώπους. "Κουρασμένοι από το καθήκον που φέρνουμε σε πέρας εδώ και τόσους Κύκλους, προσπαθήσαμε να επεμβούμε για πρώτη φορά στην Ροή και φτιάξαμε τους [...] έτσι ώστε να μας μοιάζουν. Θέλαμε να αντικρίζουμε και πάνω στα δημιουργήματά μας την ομορφιά της δικής μας Ολότητας. Προφανώς αυτό δεν μπορούσε να επιτευχθεί πλήρως - δεν μπορούμε να φτιάξουμε τους εαυτούς μας. Έτσι φτιάξαμε αυτά τα ατελή αντίγραφα και τα αφήσαμε να εξελιχθούν από τις απλούστατες μορφές ζωής ως αυτό που είναι σήμερα. Τους δωρίσαμε Διάνοια. Τους λυπηθήκαμε που από την φύση τους ήταν διαιρεμένοι και όχι πλήρεις όπως εμείς και τους δημιουργήσαμε την επιθυμία, όπως όλα τα ανώτερα πλάσματα του κόσμου τους, να ψάχνουν συνεχώς για το άλλο τους μισό, ώστε με την ένωσή τους με αυτό να νιώσουν την Πληρότητα που νιώθει συνεχώς ένας από εμάς. Δώσαμε σε καθέναν από αυτούς ονόματα παρόμοια με τα δικά μας. Αλλά αυτοί σχεδόν εξαρχής καταχράστηκαν τα δώρα μας. Από τότε που συνειδητοποίησαν την ύπαρξή τους, δεν τα χρησιμοποίησαν παρά μόνο για να προκαλέσουν πόνο, μαρτύριο και καταστροφή! Έτσι δεν υπάρχει άλλη λύση από το να τους καταστρέψουμε!" Τώρα τα μάτια του πετούσαν σπίθες οργής. "Και ποιός είσαι εσύ", είπε απευθυνόμενος στην Εύα, "που μόνος από όλους μας πήρες την πρωτοβουλία να τους σώσεις; Αυτούς, που η Μοίρα τους έπρεπε να είναι και θα είναι η ίδια με όλες τις αποτυχημένες φυλές - η ανυπαρξία;" Και τότε επιτέλους γύρισε και του αντιμίλησε η Εύα. Η φωνή της ήταν εξίσου αποκρουστική και ανδρόγυνη με των άλλων και η χροιά της αμυδρά μόνο θύμιζε την πλούσια σεξουαλική φωνή που τόσο αναστάτωσε τον Ιάσονα πίσω στην Γη. "Οι Προηγούμενοι ήταν σαφείς. Θα σπέρναμε την Ζωή και την Διάνοια και θα την αφήναμε να εξελιχθεί από μόνη της, παρακολουθώντας μόνο, χωρίς να επεμβαίνουμε. Αν οι επιλογές της ήταν σύμφωνα με την Ροή, θα Υψωνόταν και ίσως κάποια στιγμή γινόταν μέλος της Υπερκόσμιας Κοινότητας ή ακόμα και θα  έπαιρνε την θέση μας. Αν όχι, θα την αφήναμε να καταστραφεί μόνη της μέσα στο χάος που η ίδια θα δημιουργούσε. Αλλά εμείς εξαρχής διαστρεβλώσαμε τις εντολές Τους και βοηθούσαμε ή θερίζαμε κατά βούληση τις φυλές. Όταν επεμβαίνουμε όμως στην Ροή δεν είναι σίγουρο αν αυτά που κάνουμε ωφελούν ή καταστρέφουν την Αρμονία. Φτιάχνοντας αυτήν την δύστυχη, ατελή φυλή επεμβήκαμε με τον πλέον καθοριστικό τρόπο, πολύ περισσότερο από όλες τις άλλες φυλές που δημιουργήσαμε ποτέ. Πώς μπορούμε τώρα να αποφασίσουμε ξαφνικά να την καταστρέψουμε, αυτήν που ξεκινήσαμε απλά και μόνο για την δική μας ευδαιμονία, αυτήν που εξελίχθηκε έτσι αφύσικα και αναρμονικά λόγω του δικού μας λάθους;" Στο άκουσμα αυτής της φράσης ένα πανδαιμόνιο από φωνές ξεσηκώθηκε. Οι περισσότεροι φώναζαν οργισμένοι - πώς μπορούσαν αυτοί να κάνουν λάθος; - υπήρχαν όμως και μερικοί που, παραδόξως, φαίνονταν να συγκαταβαίνουν με την κατάθεση της Εύας. "Έτσι είναι!" φώναξε τρομερά και σκέπασε τις φωνές του κοινού. "Το κάναμε με όλες τις φυλές που θεωρήσαμε ότι θα αποτύχουν. Σε αυτούς όμως δεν δώσαμε καν μια ευκαιρία. Τους δημιουργήσαμε και τώρα θέλουμε να τους πετάξουμε, σαν προπλάσματα, σαν παιχνίδια που βαρεθήκαμε. Αυτούς, που θέλαμε να φτιάξουμε εξ'αρχής κατ'εικόνα μας!" Έκανε μια παύση και συνέχισε. "Ένιωσα οίκτο για αυτήν την φυλή. Προσπάθησα από την αρχή σχεδόν της αυτοσυνειδητοποίησης τους να επικοινωνήσω μαζί τους μέσω διαφόρων από αυτούς, τους οποίους επέλεξα βάσει της δικής τους διαίσθησης της Ολότητας - κάποιοι ήταν πολύ πιο ευαίσθητοι σε Αυτήν από τους άλλους. Αυτοί όμως απέτυχαν στην διάδοση του νοήματος των Λόγων μου και τους χρησιμοποίησαν για να χωριστούν και να σκορπίσουν σε αντιμαχόμενες ομάδες. Οι δύστυχοι! Τόσο επιπόλαιοι και όμως με τέτοια επιθυμία να πιστέψουν σε κάτι, ώστε ακόμα και πριν εγώ παρουσιαστώ με τόσες διαφορετικές μορφές σε αυτούς, εναπόθεταν την πίστη και την εμπιστοσύνη τους σε άψυχα αντικείμενα που κατασκεύαζαν οι ίδιοι! Και όμως, υπάρχει κάτι σε αυτή την φυλή που αξίζει να σωθεί. Για αυτό αποφάσισα πως ήρθε η ώρα να εμφανιστώ ξανά σε όλους, δείχνοντας τους αυτήν την φορά το [...] της Γνώσης στο σύνολό του, δίνοντάς τους μια τελευταία ευκαιρία να αποδεχτούν ή να απορρίψουν αυτό που είναι το Νόημα. Υπάρχει κάτι που δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω πλήρως, αλλά που το αισθάνομαι. Η φυλή αυτή εξελίχθηκε τελικά διαφορετικά από ότι περιμέναμε και νιώθω, όπως και όλοι μας, ότι αν επιβιώσει από την κακή διαχείριση του ίδιου της του εαυτού, θα φτάσει πολύ ψηλά. Ίσως", κοίταξε απροσδιόριστα τον μεγαλοπρεπή άγγελο που ο Ιάσονας άθελά του ονόμασε Δικαστή, "ίσως, γίνουν και οι επόμενοι Τοποτηρητές. Κάτι που πολλοί από εμάς διαβλέπουν αλλά απεύχονται. Λέμε πάντα ότι θέλουμε να ανακουφιστούμε από το βάρος του καθήκοντός μας, αλλά μόλις κάποια φυλή δείξει ότι μπορεί να το αναλάβει, την απορρίπτουμε. Ναι", τώρα το ύφος της ήταν σχεδόν σαρκαστικό, "μας αρέσει να ορίζουμε τις Μοίρες άλλων." Τα τελευταία της λόγια προκάλεσαν νέα ταραχή. Εξοργισμένοι άγγελοι άρχισαν να πλησιάζουν απειλητικά το πλάτωμα. Αλλά με ένα νεύμα του Δικαστή, σταμάτησαν και γύρισαν προς το μέρος του, περιμένοντας να τον ακούσουν. "Τα λόγια σου, ω [...], είναι προσβολή για την φυλή μας και για την Αρμονία. Θα έπρεπε κι εσύ να έχεις την τύχη τόσων άλλων και να χαθείς στον Ωμφαλό. Αλλά όχι, αυτό δεν θα ήταν αρκετό. Αφού νοιάζεσαι τόσο πολύ για αυτήν την φυλή, θα μοιραστείς την τύχη της. Θα πέσεις και θα γίνεις μία από αυτούς και θα μοιραστείς την Μοίρα τους και το Τέλος τους. Θα γευτείς όλη την παρακμή, την βρωμιά και τον πόνο της ατελούς θνητής τους φύσης. Το κορμί σου και η νόησή σου θα καταστρέφονται σιγά σιγά και μόνο με το φως του άστρου τους θα θεραπεύεσαι και θα ξεπερνάς τα τραύματα της εύθραυστης μορφής σου. Αλλά και αυτήν την δυνατότητα θεραπείας σου δεν στην παρέχουμε επειδή αισθανόμαστε οίκτο για εσένα. Θα την έχεις για να συνεχιστεί η ύπαρξή σου αρκετά ώστε να δεις με τους υπόλοιπους ομοίους σου το Τέλος σας. Το οποίο δεν θα αργήσει πολύ".
Στα τελευταία αυτά λόγια του μια χοάνη εμφανίστηκε στο συνεχές του μενεξελιού αστροφώτιστου υφαντού που περιέβαλλε αυτόν τον κόσμο. Άνοιξε σιγά σιγά και μέσα της εμφανίστηκε εξαρχής ένα συνοθύλευμα από λάμψεις και εκκενώσεις που στον Ιάσονα θύμισαν πολύ αστραπές. Ξαφνικά, με έναν τρομερό κρότο, οι αστραπές έσκισαν την ουσία στο εσωτερικό της χοάνης και πίσω από το τραυματισμένο προπέτασμά της εμφανίστηκε ένα μαύρο χάος, με ένα μικροσκοπικό φωτεινό σημάδι στο κέντρο του.
Πρόλαβε μόνο για μια στιγμή να γυρίσει και να κοιτάξει την Εύα πριν ρουφηχτούν και οι δύο από την κοσμική δίνη. Έπεφταν, έπεφταν συνεχώς, καθώς το φωτεινό σημάδι μπροστά τους ολοένα και μεγάλωνε. Κατά την διάρκεια της πτώσης ο Ιάσονας δεν ένιωθε τίποτα - αντίθετα η Εύα ούρλιαζε από τον πόνο. Οι φριχτές κραυγές της τον ζάλιζαν και τρυπούσαν τα αυτιά του. Αλλά ακόμα και μέσα στην σκοτοδίνη του έβλεπε τις αλλαγές που συντελούνταν στο κορμί της. Έιδε τα υπέροχα στήθη της να σχηματίζονται, τις καμπύλες του κορμιού της να γίνονται θεσπέσια γυναικείες, τα γεννητικά της όργανα να φανερώνονται. Είδε το πρόσωπό της να γλυκαίνει στα δικά του μάτια και να αποκτά την απίστευτη ομορφιά που τον είχε αναστατώσει. Και τότε κατάλαβε το μαρτύριό της. Αυτή, που ήταν ολόκληρη, που τα είχε όλα, που ήταν αδιαίρετη, τώρα γνώριζε την διττότητα της ατελούς ανθρώπινης φύσης. Πιο πολύ από το έυθραυστο κορμί, περισσότερο από τα όρια των ανθρώπινων αισθήσεων και της πεπερασμένης ανθρώπινης αντίληψης του Κόσμου, αυτό που την πονούσε εντονότερα ήταν το ότι έχασε το άλλο μισό του εαυτού της, γευόμενη την τραγωδία της ανθρώπινης φυλής, την αέναη ανάγκη των ανθρώπινων όντων να ψάχνουν για το κομμάτι που θα τους συμπληρώσει, ώστε να φτάσουν όσο το δυνατόν πιο κοντά στην φύση των Δημιουργών τους. Των Δημιουργών τους που τους έφτιαξαν από καπρίτσιο.
Καθώς η μεταμόρφωσή της ολοκληρωνόταν, το φωτεινό σημάδι μπροστά τους είχε μεγαλώσει τόσο που έπιανε όλο το οπτικό πεδίο του Ιάσονα. Ήταν ένας ήλιος. Προσπερνώντας τον από κοντά με ασύλληπτη ταχύτητα, τέτοια που τον έκανε να απορεί πώς δεν είχαν ήδη εξαϋλωθεί, κατευθύνθηκαν προς μια φωτεινή γαλάζια σφαίρα. Ο Ιάσονας ήταν σίγουρος. Ήταν η Γη.
Πέρασαν τον Ερμή, την Αφροδίτη και την Σελήνη. Ο πόνος της Εύας έφτανε στο αποκορύφωμά του και άρχισε να κλαίει εκείνο το πηχτό κόκκινο υγρό που θύμιζε αίμα. Κάθε αιμάτινο δάκρυ της χανόταν μέσα σε μια μικροέκρηξη και κάθε της λυγμός διαστρέβλωνε την κοσμική υφή ολόγυρά τους. Καθώς εισήλθαν στην ατμόσφαιρα της Γης, ένα αόρατο κουκούλι που τους περιέβαλλε - και τους προστάτευε μέχρι στιγμής - έσπασε. Και τότε τα φτερά της Εύας άρχισαν να καίγονται. Ταυτόχρονα ο Ιάσονας άρχισε να νιώθει το ίδιο φριχτό κάψιμο με εκείνο κατά την μεταφορά του στον κόσμο της. Περνώντας διαδοχικά από τα διάφορα ατμοσφαιρικά στρώματα, ένιωθε τον φοβερό πόνο του να μεγαλώνει. Σε μια στιγμή συνειδητοποίησης, αντιλήφθηκε ότι σε καμία από τις δύο φορές που ένιωσε αυτόν τον πόνο δεν καιγόταν στα αλήθεια - στην πραγματικότητα, ένιωθε ένα μέρος του μαρτυρίου της Εύας.
Το γήινο ανάγλυφο άρχισε να διακρίνεται. Στο αποκορύφωμα της οδύνης τους, πρόλαβε να αναγνωρίσει την Θεσσαλονίκη και σε λίγο το Σέιχ Σου. Κατευθύνονταν κατά πάνω του με συνεχώς επιβραδυνόμενη αλλά ακόμα τεράστια ταχύτητα. Μην μπορώντας να κάνει τίποτα άλλο, έκλεισε σφιχτά τα μάτια του.
Όταν τα ξανάνοιξε βρισκόταν στο σαλόνι του. Ήταν ιδρωμένος και συγκλονισμένος. Η Εύα είχε μαζευτεί στην άκρη του καναπέ και τον κοιτούσε έντονα. "Τώρα ξέρεις" του είπε. "Τώρα ξέρεις γιατί βρέθηκα εδώ. Ξέρεις γιατί μπορώ και μιλάω τις γλώσσες των ανθρώπων. Ξέρεις γιατί αποζητούσα το σκοτάδι, μακριά από το φως της ζωής". Ναι. Ήξερε. Η ύπαρξή του, η ύπαρξη όλων, ήταν ένα κοσμικό αστείο. Ένα παιχνίδι. Και θα τελείωνε με τον ίδιο τρόπο που άρχισε - για πλάκα. Για την αυτάρεσκη ικανοποίηση Εκείνων που ήταν οι Καλλιεργητές των Κόσμων. Μόνο ένας - μία - από αυτούς νοιάστηκε για τα θλιβερά ανθρώπινα όντα. Και τώρα βρισκόταν μπροστά του, λειψή, τραυματισμένη, ταπεινωμένη. Αυτή που προσπάθησε τόσες φορές να σώσει τους ανθρώπους από τον εαυτό τους, ώστε να μην δοθεί πάτημα σε Εκείνους να επισπεύσουν την καταστροφή της φυλής - απόφαση που είχαν ήδη πάρει. Αυτή που μέσω διαισθητικών ανθρώπων - του Προμηθέα, του Χριστού, του Βούδα και τόσων άλλων - δημιουργημένων τυχαία κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι κατά τι κοντύτερα στην φύση των Τοποτηρητών, προσπάθησε ανεπιτυχώς να διδάξει την Αλήθεια και την αναγκαιότητά της. Αυτή που με πίστη στις πιθανότητες της ανθρώπινης φυλής και παρά τις επανειλημμένες αποτυχίες της αποφάσισε, χωρίς να προλάβει να πραγματοποιήσει τον σκοπό της, να δώσει στους ανθρώπους μια τελευταία ευκαιρία εκθέτοντας τον εαυτό της στα ακάθαρτα βλέμματά τους.
Σε όλη την ανθρώπινη Ιστορία, αυτή ήταν που κινούσε τα νήματα και προσπαθούσε να σώσει τον κόσμο από το σκοτάδι στο οποίο αυτός επέμενε να βουτά. Αυτή που είχε απέναντι του, η γυναίκα που είχε σώσει, που είχε ερωτευτεί, που ήθελε να κάνει δική του, ήταν γνωστή με τόσα ονόματα όσα και οι κόκκοι της άμμου που μαζεύουν τα παιδιά στις χούφτες τους. Ήταν μόνο μία ανάμεσα σε τόσους άλλους, και όμως ήταν τόσο σημαντική για το ανθρώπινο γένος. Αν μπορούσε να την ονομάσει, θα χρησιμοποιούσε την απλοϊκή αυτή λέξη που δεν πλησίαζε ούτε κατά διάνοια την φύση της αλλά που σχηματίστηκε αυτόματα στο πρωτόγονο μυαλό του. Ήταν αυτή που ο άνθρωπος είχε λανθασμένα ονομάσει Θεό. Ένας Θεός που απέτυχε.

2 σχόλια. Βγάλτε το από μέσα σας!:

Ανώνυμος 12 Οκτωβρίου 2009 στις 1:22 π.μ.  

Ayto moy thimizei to the god who failed twn metallica.

Dimos 12 Οκτωβρίου 2009 στις 1:24 π.μ.  

Καλά, καμία σχέση το νόημα των στίχων με το κείμενο, αλλά ο τίτλος είναι ίδιος! Τσέκαρε και το Creator's failure των Iced Earth.

Η ΦΑΣΗ ΓΗΣ - ΣΕΛΗΝΗΣ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΥΣ (ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ) ΤΥΠΟΥΣ...

ΠΟΣΟΙ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΤΕΛΙΚΑ ΕΔΩ ΜΕΣΑ;

Powered By Blogger
Powered By Blogger
Powered By Blogger

  © Blogger templates Romantico by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP