Η πτώση - μέρος 1
>> 3/9/09
Είχε βγει στην βεράντα. Έξω ένιωθε κρύο, αλλά το προτιμούσε από την ζέστη που είχε μέσα στο σπίτι του. Γέλασε σιγανά. Σκέφτηκε το σπίτι του, αλλά δεν ήταν στην ουσία δικό του. Εδώ και έναν χρόνο περίπου έμενε εδώ, μόνο και μόνο επειδή ο κολλητός του ο Τάσος του το είχε παραχωρήσει. Είναι αλήθεια βέβαια ότι ο Τάσος δεν το είχε ανάγκη - ήταν εισοδηματίας με οικόπεδα και δύο τρία διαμερίσματα που νοίκιαζε. Όποτε του κάπνιζε πήγαινε και στο εργοστάσιο του πατέρα του για να παίξει το αφεντικό... αλλά έφευγε πάντα γρήγορα. Ποτέ δεν πολυγούσταρε να ανακατεύεται με τα τσιμέντα.
Ο Ιάσονας ένιωσε την ανάγκη να ανάψει ένα τσιγάρο. Καθώς πετάχτηκε η σπίθα του αναπτήρα, πρόσεξε στο σύντομο φως της ότι ένα αλογάκι της Παναγίας είχε καθήσει πάνω σε ένα από τα ξύλα της βεράντας που έδεναν χιαστί το περβάζι. Θαύμασε για μια στιγμή την ομορφιά του αλλά σχεδόν αμέσως ξαναβυθίστηκε στις σκέψεις του. Ήταν πράγματι ευχής έργον που είχε αυτό το σπίτι και μάλιστα χωρίς να πληρώνει νοίκι. Βρισκόταν σε μια ανοιχτωσιά του Σέιχ Σου, πάνω από την στροφή της Περιφερειακής Οδού πριν την Τριανδρία. Η θέα ήταν εκπληκτική - ο Ιάσονας μπορούσε να δει όλη την ανατολική Θεσσαλονίκη, ένα μέρος του κέντρου και σχεδόν όλη την παραλία μέχρι τον Κεντρικό Σταθμό Αποβίβασης. Κοιτούσε τα συνεχώς κινούμενα φώτα που έδειχναν τον παλμό της πόλης, την ζωή της... Πολλές φορές είχε καθήσει εδώ να αναρωτηθεί ποια να είναι η ιστορία του κάθε ανθρώπου που ζούσε στην πόλη, και τι έκανε γενικά όλους τους κατοίκους να είναι συνέχεια στο πόδι οποιαδήποτε ώρα της ημέρας και της νύχτας - πρωί, μεσημέρι, βράδυ, ακόμα και τις μικρές ώρες πριν το ξημέρωμα, όπως συνέβαινε και με αυτήν την νύχτα. Για δουλειά, για διασκέδαση, για επιβίωση, ή για οποιονδήποτε άλλο μεμπτό ή άμεμπτο σκοπό... Όλοι ζούσαν τις ζωές τους με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Όπως προσπαθούσε να συνεχίσει κι αυτός την δική του. Όταν αποφοίτησε από την Καλών Τεχνών πριν από έξι εφτά χρόνια έκοψε την αναβολή του στρατιωτικού του κι έκανε την θητεία του. Αφού τελείωσε με αυτήν την "άχρηστη υποχρέωση", όπως την έλεγε, έφυγε εσπευσμένα για την Βαρκελώνη. Ποτέ δεν είχε σκοπό να μείνει εκεί μόνιμα, κι όντως δεν κατέληξε έτσι. Απλά, στην αναζήτησή του για νέες φόρμες είχε πάρει την απόφαση να επισκεφτεί την κοιτίδα των σύγχρονων ευρωπαϊκών καλλιτεχνικών ρευμάτων. Είχε μεγάλο ταλέντο στην ζωγραφική και το σχέδιο, κάτι που αναγνώριζαν ακόμα και οι όμοιοι του. Εν τούτοις ποτέ δεν ήταν ευχαριστημένος με την ενασχόλησή του με τα ίδια τετριμμένα πράγματα που είχαν ήδη απασχολήσει τόσους άλλους πριν από αυτόν. Το να σχεδιάζει κόμικς για ερασιτεχνικές εκδόσεις, σαν παράπλευρο χόμπι, του πρόσφερε μια διέξοδο. Αλλά ούτε κι αυτό τον γέμιζε πλήρως. Έτσι προσπάθησε να γεμίσει αυτό το κενό στην Βαρκελώνη. Όμως δεν το κατάφερε. Έπειτα από δύο σχεδόν χρόνια καλλιτεχνικής περιπλάνησης, κατάλαβε ότι ακόμα και στην Μέκκα του σουρεαλισμού δεν υπήρχε κάτι να τον κρατήσει. Κι έτσι γύρισε πίσω.
Με τον γυρισμό του αποφάσισε πως το επιτακτικότερο σε εκείνη την φάση της ζωής του ήταν να επιβιώσει. Έψαξε για δουλειά σε πολλά μέρη. Ο Τάσος, άρτι αφιχθείς από την Αγγλία όπου σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων, τον βοήθησε να πιάσει δουλειά σε μία διαφημιστική εταιρεία όπου σχεδίαζε storyboards. Ο Ιάσονας πάντα ένιωθε ότι αυτή η δουλειά του κατέστρεφε την διάθεση για πραγματική δημιουργία. Αλλά στην δεδομένη φάση, και μέχρι να βρει κάτι πραγματικά ενδιαφέρον, το αποδέχτηκε. Ο πατέρας του δεν ζούσε πλέον και η μητέρα του τα έφερνε δύσκολα βόλτα με την σύνταξή της, οπότε δεν μπορούσε να υπολογίσει σε αυτήν για οικονομική βοήθεια. Η δουλειά αυτή του πρόσφερε έναν ικανοποιητικό μισθό που του επέτρεψε να νοικιάσει μια γκαρσονιέρα στην Άνω Πόλη.
Σε εκείνη την φάση γνώρισε και την Ειρήνη. Την είχε δει για πρώτη φορά σε μια έκθεση ενός κοινού τους γνωστού στο φουαγιέ του Βασιλικού Θεάτρου. Η έλξη ήταν στιγμιαία. Δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από πάνω της το βλέμμα του... Τα πράσινα της μάτια, τα μακριά, σπαστά, καστανόμαυρα μαλλιά της που έφταναν ως την σαν δαχτυλίδι μέση της, η λεπτή της μύτη, τα σαρκώδη της χείλη, το λεπτό αλλά με καμπύλες κορμί της... Του φάνηκε τέλεια. Αν και, αν πρόσεχε πολύ μπορούσε να παρατηρήσει εδώ και εκεί καναδυό απειροελάχιστες ατέλειες... πράγμα που την έκανε να του αρέσει ακόμα πιο πολύ. Το λάτρεψε από την πρώτη στιγμή που ήταν τόσο όμορφη αλλά ταυτόχρονα τόσο γήινη. Και όταν την γνώρισε από κοντά λάτρεψε και τον χαρακτήρα της - τον αυθορμητισμό της, την εξυπνάδα της, το αβίαστο γέλιο της. Την είχε ερωτευτεί. Το ίδιο κι εκείνη.
Αλλά δεν έμελλε να κρατήσει. Μετά από τρία χρόνια σχέσης το διέλυσαν - και με πολύ έντονο τρόπο. Δεν την κατηγορούσε για αυτό. Ήταν ανέκαθεν πάρα πολύ αφηρημένος και ονειροπόλος - την έκανε, χωρίς να το θέλει, να νιώθει ότι δεν ήταν εκεί, ότι απλά είχε βολευτεί μαζί της. Αυτό ήταν κάτι που εκείνη δεν το άντεχε - το εκλάμβανε ως απόρριψη, μια αίσθηση που επέτεινε το γεγονός ότι συζούσαν. Έτσι χώρισαν. Αργότερα έμαθε ότι έφυγε για την Γαλλία, όπου έπιασε δουλειά ως ανταποκρίτρια σε ένα τοπικό κανάλι της Λιλ. Ο Ιάσονας ένιωθε εκείνη την περίοδο ότι είχε χάσει τον κόσμο κάτω από τα πόδια του - ήταν πολύ συναισθηματικός, κι ας μην το έδειχνε πολύ.
Και ο χωρισμός ήταν μόνο το πρώτο από τα πολλά που τον βρήκαν εκείνο τον καιρό. Σε λίγο καιρό έχασε και την δουλειά του - οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Αναγκάστηκε να ξενοικιάσει. Τότε τον πλησίασε ο Τάσος, που του πρόσφερε οικονομική βοήθεια. Πάνω στην απελπισία του, σκέφτηκε να την δεχτεί, αλλά γρήγορα η περηφάνιά του υπερίσχυσε. Ποτέ δεν ζήλεψε τον Τάσο για τα χρήματά του, και μάλιστα εκτιμούσε που η οικονομική του επιφάνεια δεν είχε αλλοιώσει τον χαρακτήρα του ή την φιλία τους. Αλλά το να εξαρτάται οικονομικά από αυτόν ήταν άλλο θέμα. Πάντως, μετά από επιμονή του Τάσου δέχτηκε το σπίτι, και τα λοιπά του έξοδα τα έφερνε κάπως κάπως βόλτα με δουλειές που έκανε από εδώ και από εκεί. Τώρα δούλευε ως γελοιογράφος σε μια τοπική εφημερίδα και ήταν σχετικά ικανοποιημένος.
Το αλογάκι της Παναγίας επέστρεψε. Ο Ιάσονας γύρισε προς το μέρος του κι εκείνο τον είδε και πήρε αμέσως στάση μάχης. Τι θαυμάσιο πλάσμα, σκέφτηκε. Τόσο λεπτεπίλεπτο και όμως τόσο θανάσιμο για τους εχθρούς και τα θηράματά του. Αν και ήταν λίγο πριν τα ξημερώματα, ακριβώς την ώρα που είναι κατάμαυρος ο ουρανός, του ήρθε μια ξαφνική έμπνευση να το σκιτσάρει. Τεντώθηκε, έσβησε το τσιγάρο του και γύρισε για να μπει μέσα και να πάρει από το σαλόνι το μπλοκάκι του. Ξαφνικά όμως, ένιωσε μια σκιά να περνάει πάνω από την βεράντα. Σχεδόν αντανακλαστικά, γύρισε να κοιτάξει αυτό που είχε νιώσει. Κι αυτό που είδε, του πάγωσε το αίμα.
Μια τεράστια σκιά είχε περάσει πετώντας πάνω από το σπίτι. Η πορεία της ήταν καθοδική και στην τροχιά της άφηνε σημάδια απο στάχτες και καπνό. Ο Ιάσονας δεν μπορούσε να διακρίνει με σαφήνεια το περίγραμμά της μέσα στο σκοτάδι, αλλά από τα λίγα που είδε ξεχώρισε δυο φτερούγες. Δύο φτερούγες;!; Και μάλιστα, από ότι αντιλήφθηκε, με άνοιγμα γύρω στα πέντε μέτρα η καθεμιά! Έτριψε τα μάτια του για να διακρίνει καλύτερα. Δεν είχε ακούσει για πουλί με συνολικό άνοιγμα φτερών δέκα μέτρα κι εν πάσει περιπτώσει δεν περίμενε να βρει κάτι τέτοιο στο Σέιχ Σου.
Πριν προλάβει να δει κάτι παραπάνω, αυτό, ό,τι κι αν ήταν, προσγειώθηκε σε μια πυκνή συστάδα δέντρων γύρω στα τριακόσια μέτρα από το σπίτι. Και τότε έγινε κάτι που μετέτρεψε τον απλό αρχικό φόβο και περιέργεια του Ιάσονα σε πραγματικό τρόμο. Με την ανακοπή της πτώσης της σκιάς, υψώθηκε ένα ξαφνικό ουρλιαχτό και μια τσιρίδα που κυριολεκτικά τον ζάλισε. Κάτι τέτοιο δεν είχε ακουστεί ποτέ ξανά εκεί, και ίσως πουθενά αλλού, και ενόχλησε ακόμα και την τόσο ήσυχη κοινωνία του δάσους - την κραυγή άρχισε να συνοδεύει ένα πανδαιμόνιο από άλλες κραυγές προερχόμενες από τα ζώα του δάσους. Ξαφνικά άρχισαν να αναβοσβήνουν τα φώτα του σπιτιού του αλλά και όλα τα φώτα εκεί κοντά και οι λάμπες στον Περιφερειακό. Τα αντικείμενα μέσα στο σπίτι άρχισαν να τρέμουν, να κουνιούνται και να πέφτουν. Το ουρλιαχτό συνέχισε σε αμείωτη ένταση μέχρι που όλα τα τζάμια έσπασαν και ένα θραύσμα τινάχτηκε και καρφώθηκε στον καρπό του Ιάσονα. Αλλά αυτός ούτε που το ένιωσε, γιατί προσπαθούσε να κλείσει σφιχτά τα αυτιά του και να μην λιποθυμίσει από την κραυγή που του σφυροκοπούσε το κρανίο.
Σιγά σιγά, μειώθηκε η ένταση της κραυγής και κατέληξε σε ένα σιγανό κλαψούρισμα. Ο Ιάσονας έμεινε παγωμένος από τον τρόμο για λίγα λεπτά, μέχρι που το αρχικό σοκ πέρασε. Ένιωσε απίστευτα ζαλισμένος. Πήγε να σηκωθεί, αλλά κατέρρευσε στο πρώτο βήμα. Η ζαλάδα ήταν τέτοια που έκανε εμετό. Τότε μόνο αισθάνθηκε κάπως καλύτερα και παρατήρησε το πληγωμένο του χέρι. Έβγαλε προσεκτικά το γυαλί από τον καρπό του και ξεκίνησε τρεκλίζοντας για να μπει μέσα και να φροντίσει το τραύμα του. Αλλά τότε είδε ένα φως στο σημείο της πτώσης. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Είχε πιάσει φωτιά.
Ο Ιάσονας αποφάσισε πως δεν ήταν δυνατόν να αφήσει μια φωτιά που ξέσπασε μπροστά στα μάτια του να εξαπλωθεί. Μπήκε τρέχοντας στο σπίτι για να πάρει τηλέφωνο αλλά τζίφος. Οι γραμμές ήταν κομμένες. Δοκίμασε με το κινητό, αλλά κι εκεί τα ίδια. Το ρεύμα είχε κοπεί, οπότε δεν μπορούσε να κάνει τίποτα ούτε μέσω Internet. "Γαμώτο!", φώναξε δυνατά. Τι να έκανε; Μέχρι να έπαιρνε το αμάξι του και να πήγαινε στον κοντινότερο αντιπυρικό σταθμό ή να κατέβαινε στην πόλη να ειδοποιήσει κάποιον, η φωτιά θα εξαπλωνόταν.
Ξαναβλαστήμησε δυνατά. Είχε πάρει την απόφασή του. Έδεσε πρόχειρα με έναν επίδεσμο από τις Πρώτες Βοήθειες τον καρπό του, πήρε δύο πυροσβεστήρες που είχε στο σπίτι καθώς κατέβαινε στο ισόγειο, βγήκε έξω και άρχισε να τρέχει προς τον τόπο της καταστροφής.
Καθώς πλησίαζε άκουγε και το κλαψούρισμα να δυναμώνει. Και τότε κοντοστάθηκε. Ο θρήνος ήταν ανθρώπινος - αν και με ένα βάθος που αποκλείεται να προερχόταν από ανθρώπινο λαρύγγι. Στην συνειδητοποίηση αυτή αποσβολώθηκε κι ένιωσε ένα ρίγος να ανεβαίνει στην ραχοκοκαλιά του. Αλλά πίεσε τον εαυτό του να συνεχίσει. Έπρεπε να μην αφήσει την φωτιά να ξεφύγει. Άλλωστε, ό,τι κι αν ήταν αυτό το άλλο, θα το έβλεπε έτσι κι αλλιώς αργά ή γρήγορα. Αυτή του η σκέψη τον γέμισε με μια νέα αποφασιστικότητα κι επιτάχυνε το βήμα του.
Μετά από λίγο έφτασε επιτέλους στις παρυφές της συστάδας. Στα γρήγορα χώθηκε ανάμεσα στα δέντρα κι ένιωσε την ζέστη να τον τυλίγει...
Με τον γυρισμό του αποφάσισε πως το επιτακτικότερο σε εκείνη την φάση της ζωής του ήταν να επιβιώσει. Έψαξε για δουλειά σε πολλά μέρη. Ο Τάσος, άρτι αφιχθείς από την Αγγλία όπου σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων, τον βοήθησε να πιάσει δουλειά σε μία διαφημιστική εταιρεία όπου σχεδίαζε storyboards. Ο Ιάσονας πάντα ένιωθε ότι αυτή η δουλειά του κατέστρεφε την διάθεση για πραγματική δημιουργία. Αλλά στην δεδομένη φάση, και μέχρι να βρει κάτι πραγματικά ενδιαφέρον, το αποδέχτηκε. Ο πατέρας του δεν ζούσε πλέον και η μητέρα του τα έφερνε δύσκολα βόλτα με την σύνταξή της, οπότε δεν μπορούσε να υπολογίσει σε αυτήν για οικονομική βοήθεια. Η δουλειά αυτή του πρόσφερε έναν ικανοποιητικό μισθό που του επέτρεψε να νοικιάσει μια γκαρσονιέρα στην Άνω Πόλη.
Σε εκείνη την φάση γνώρισε και την Ειρήνη. Την είχε δει για πρώτη φορά σε μια έκθεση ενός κοινού τους γνωστού στο φουαγιέ του Βασιλικού Θεάτρου. Η έλξη ήταν στιγμιαία. Δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από πάνω της το βλέμμα του... Τα πράσινα της μάτια, τα μακριά, σπαστά, καστανόμαυρα μαλλιά της που έφταναν ως την σαν δαχτυλίδι μέση της, η λεπτή της μύτη, τα σαρκώδη της χείλη, το λεπτό αλλά με καμπύλες κορμί της... Του φάνηκε τέλεια. Αν και, αν πρόσεχε πολύ μπορούσε να παρατηρήσει εδώ και εκεί καναδυό απειροελάχιστες ατέλειες... πράγμα που την έκανε να του αρέσει ακόμα πιο πολύ. Το λάτρεψε από την πρώτη στιγμή που ήταν τόσο όμορφη αλλά ταυτόχρονα τόσο γήινη. Και όταν την γνώρισε από κοντά λάτρεψε και τον χαρακτήρα της - τον αυθορμητισμό της, την εξυπνάδα της, το αβίαστο γέλιο της. Την είχε ερωτευτεί. Το ίδιο κι εκείνη.
Αλλά δεν έμελλε να κρατήσει. Μετά από τρία χρόνια σχέσης το διέλυσαν - και με πολύ έντονο τρόπο. Δεν την κατηγορούσε για αυτό. Ήταν ανέκαθεν πάρα πολύ αφηρημένος και ονειροπόλος - την έκανε, χωρίς να το θέλει, να νιώθει ότι δεν ήταν εκεί, ότι απλά είχε βολευτεί μαζί της. Αυτό ήταν κάτι που εκείνη δεν το άντεχε - το εκλάμβανε ως απόρριψη, μια αίσθηση που επέτεινε το γεγονός ότι συζούσαν. Έτσι χώρισαν. Αργότερα έμαθε ότι έφυγε για την Γαλλία, όπου έπιασε δουλειά ως ανταποκρίτρια σε ένα τοπικό κανάλι της Λιλ. Ο Ιάσονας ένιωθε εκείνη την περίοδο ότι είχε χάσει τον κόσμο κάτω από τα πόδια του - ήταν πολύ συναισθηματικός, κι ας μην το έδειχνε πολύ.
Και ο χωρισμός ήταν μόνο το πρώτο από τα πολλά που τον βρήκαν εκείνο τον καιρό. Σε λίγο καιρό έχασε και την δουλειά του - οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Αναγκάστηκε να ξενοικιάσει. Τότε τον πλησίασε ο Τάσος, που του πρόσφερε οικονομική βοήθεια. Πάνω στην απελπισία του, σκέφτηκε να την δεχτεί, αλλά γρήγορα η περηφάνιά του υπερίσχυσε. Ποτέ δεν ζήλεψε τον Τάσο για τα χρήματά του, και μάλιστα εκτιμούσε που η οικονομική του επιφάνεια δεν είχε αλλοιώσει τον χαρακτήρα του ή την φιλία τους. Αλλά το να εξαρτάται οικονομικά από αυτόν ήταν άλλο θέμα. Πάντως, μετά από επιμονή του Τάσου δέχτηκε το σπίτι, και τα λοιπά του έξοδα τα έφερνε κάπως κάπως βόλτα με δουλειές που έκανε από εδώ και από εκεί. Τώρα δούλευε ως γελοιογράφος σε μια τοπική εφημερίδα και ήταν σχετικά ικανοποιημένος.
Το αλογάκι της Παναγίας επέστρεψε. Ο Ιάσονας γύρισε προς το μέρος του κι εκείνο τον είδε και πήρε αμέσως στάση μάχης. Τι θαυμάσιο πλάσμα, σκέφτηκε. Τόσο λεπτεπίλεπτο και όμως τόσο θανάσιμο για τους εχθρούς και τα θηράματά του. Αν και ήταν λίγο πριν τα ξημερώματα, ακριβώς την ώρα που είναι κατάμαυρος ο ουρανός, του ήρθε μια ξαφνική έμπνευση να το σκιτσάρει. Τεντώθηκε, έσβησε το τσιγάρο του και γύρισε για να μπει μέσα και να πάρει από το σαλόνι το μπλοκάκι του. Ξαφνικά όμως, ένιωσε μια σκιά να περνάει πάνω από την βεράντα. Σχεδόν αντανακλαστικά, γύρισε να κοιτάξει αυτό που είχε νιώσει. Κι αυτό που είδε, του πάγωσε το αίμα.
Μια τεράστια σκιά είχε περάσει πετώντας πάνω από το σπίτι. Η πορεία της ήταν καθοδική και στην τροχιά της άφηνε σημάδια απο στάχτες και καπνό. Ο Ιάσονας δεν μπορούσε να διακρίνει με σαφήνεια το περίγραμμά της μέσα στο σκοτάδι, αλλά από τα λίγα που είδε ξεχώρισε δυο φτερούγες. Δύο φτερούγες;!; Και μάλιστα, από ότι αντιλήφθηκε, με άνοιγμα γύρω στα πέντε μέτρα η καθεμιά! Έτριψε τα μάτια του για να διακρίνει καλύτερα. Δεν είχε ακούσει για πουλί με συνολικό άνοιγμα φτερών δέκα μέτρα κι εν πάσει περιπτώσει δεν περίμενε να βρει κάτι τέτοιο στο Σέιχ Σου.
Πριν προλάβει να δει κάτι παραπάνω, αυτό, ό,τι κι αν ήταν, προσγειώθηκε σε μια πυκνή συστάδα δέντρων γύρω στα τριακόσια μέτρα από το σπίτι. Και τότε έγινε κάτι που μετέτρεψε τον απλό αρχικό φόβο και περιέργεια του Ιάσονα σε πραγματικό τρόμο. Με την ανακοπή της πτώσης της σκιάς, υψώθηκε ένα ξαφνικό ουρλιαχτό και μια τσιρίδα που κυριολεκτικά τον ζάλισε. Κάτι τέτοιο δεν είχε ακουστεί ποτέ ξανά εκεί, και ίσως πουθενά αλλού, και ενόχλησε ακόμα και την τόσο ήσυχη κοινωνία του δάσους - την κραυγή άρχισε να συνοδεύει ένα πανδαιμόνιο από άλλες κραυγές προερχόμενες από τα ζώα του δάσους. Ξαφνικά άρχισαν να αναβοσβήνουν τα φώτα του σπιτιού του αλλά και όλα τα φώτα εκεί κοντά και οι λάμπες στον Περιφερειακό. Τα αντικείμενα μέσα στο σπίτι άρχισαν να τρέμουν, να κουνιούνται και να πέφτουν. Το ουρλιαχτό συνέχισε σε αμείωτη ένταση μέχρι που όλα τα τζάμια έσπασαν και ένα θραύσμα τινάχτηκε και καρφώθηκε στον καρπό του Ιάσονα. Αλλά αυτός ούτε που το ένιωσε, γιατί προσπαθούσε να κλείσει σφιχτά τα αυτιά του και να μην λιποθυμίσει από την κραυγή που του σφυροκοπούσε το κρανίο.
Σιγά σιγά, μειώθηκε η ένταση της κραυγής και κατέληξε σε ένα σιγανό κλαψούρισμα. Ο Ιάσονας έμεινε παγωμένος από τον τρόμο για λίγα λεπτά, μέχρι που το αρχικό σοκ πέρασε. Ένιωσε απίστευτα ζαλισμένος. Πήγε να σηκωθεί, αλλά κατέρρευσε στο πρώτο βήμα. Η ζαλάδα ήταν τέτοια που έκανε εμετό. Τότε μόνο αισθάνθηκε κάπως καλύτερα και παρατήρησε το πληγωμένο του χέρι. Έβγαλε προσεκτικά το γυαλί από τον καρπό του και ξεκίνησε τρεκλίζοντας για να μπει μέσα και να φροντίσει το τραύμα του. Αλλά τότε είδε ένα φως στο σημείο της πτώσης. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Είχε πιάσει φωτιά.
Ο Ιάσονας αποφάσισε πως δεν ήταν δυνατόν να αφήσει μια φωτιά που ξέσπασε μπροστά στα μάτια του να εξαπλωθεί. Μπήκε τρέχοντας στο σπίτι για να πάρει τηλέφωνο αλλά τζίφος. Οι γραμμές ήταν κομμένες. Δοκίμασε με το κινητό, αλλά κι εκεί τα ίδια. Το ρεύμα είχε κοπεί, οπότε δεν μπορούσε να κάνει τίποτα ούτε μέσω Internet. "Γαμώτο!", φώναξε δυνατά. Τι να έκανε; Μέχρι να έπαιρνε το αμάξι του και να πήγαινε στον κοντινότερο αντιπυρικό σταθμό ή να κατέβαινε στην πόλη να ειδοποιήσει κάποιον, η φωτιά θα εξαπλωνόταν.
Ξαναβλαστήμησε δυνατά. Είχε πάρει την απόφασή του. Έδεσε πρόχειρα με έναν επίδεσμο από τις Πρώτες Βοήθειες τον καρπό του, πήρε δύο πυροσβεστήρες που είχε στο σπίτι καθώς κατέβαινε στο ισόγειο, βγήκε έξω και άρχισε να τρέχει προς τον τόπο της καταστροφής.
Καθώς πλησίαζε άκουγε και το κλαψούρισμα να δυναμώνει. Και τότε κοντοστάθηκε. Ο θρήνος ήταν ανθρώπινος - αν και με ένα βάθος που αποκλείεται να προερχόταν από ανθρώπινο λαρύγγι. Στην συνειδητοποίηση αυτή αποσβολώθηκε κι ένιωσε ένα ρίγος να ανεβαίνει στην ραχοκοκαλιά του. Αλλά πίεσε τον εαυτό του να συνεχίσει. Έπρεπε να μην αφήσει την φωτιά να ξεφύγει. Άλλωστε, ό,τι κι αν ήταν αυτό το άλλο, θα το έβλεπε έτσι κι αλλιώς αργά ή γρήγορα. Αυτή του η σκέψη τον γέμισε με μια νέα αποφασιστικότητα κι επιτάχυνε το βήμα του.
Μετά από λίγο έφτασε επιτέλους στις παρυφές της συστάδας. Στα γρήγορα χώθηκε ανάμεσα στα δέντρα κι ένιωσε την ζέστη να τον τυλίγει...
4 σχόλια. Βγάλτε το από μέσα σας!:
Bravo Dimako! Exairetiki douleia!
Sunexise etsi!!! Min afineis to koino sou se AGWNIA GIA TI SUNEXEIA!
Χεχε... κι εγω ανυπομονώ να δω τι θα συμβεί στο Ζαλισμένο Καλοκαίρι...
Kai meta????????
Giati to paizete koultouriarides?????????? Oloklirwste tin i storia!!!
Δημοσίευση σχολίου