Η πτώση - μέρος 5
>> 16/9/09
Έπεφτε, έπεφτε, έπεφτε... Όπου κι αν κοιτούσε δεν έβλεπε παρά μυριάδες φωτεινά σημαδάκια να στριφογυρίζουν, να μαζεύονται, να απλώνονται, κεντημένα θαρρείς στο βελούδινο μαύρο κενό που αναταραζόταν και συστρεφόταν σαν τιναζόμενο ύφασμα. Δεν καταλάβαινε ποιά ήταν η κατεύθυνση της πτώσης του - κάτω, πάνω, αριστερά ή δεξιά. Δεν υπήρχαν κατευθύνσεις. Ήξερε απλά ότι έπεφτε. Φορούσε ένα παντελόνι που είχε πιάσει φωτιά - αλλά παραδόξως, δεν ένιωθε κανένα κάψιμο. Ένα μικρό γαργαλητό μόνο, που ανέβαινε σιγά σιγά στην πλάτη του, μετά στον αυχένα του κι έπειτα ξανακατέβαινε ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία. Δεν είχε συναίσθηση του πόση ώρα έπεφτε. Σε κάποια φάση, άρχισε να ακούει έναν μακρινό λυγμό. Φαινόταν σαν να ακουγόταν από την άλλη μεριά του μαύρου χάους, σαν αυτό να ήταν μια κουρτίνα που μπορούσε να αγγίξει και να τραβήξει. Η αίσθηση αυτή γινόταν όλο και εντονότερη, ώσπου κάποια στιγμή, σπρωγμένος από μια ακατανίκητη επιθυμία, άπλωσε το χέρι του. Πράγματι, έπιασε το μαύρο παραπέτασμα. Στο άγγιγμά του, όλα τα λαμπυρίζοντα σημαδάκια αναδεύτηκαν κι έσβησαν. Το τράβηξε με δύναμη και τότε η πτώση του ανακόπηκε απότομα. Έπεσε φαρδύς πλατής, χωρίς όμως να πονέσει, σε ένα ολόχρυσο πάτωμα. Ανακάθησε και τότε, σε απόσταση τριών περίπου μέτρων, την είδε. Τον κοιτούσε ήδη, λες και τον περίμενε. Πάγωσε στην θέση του. Αυτή άρχισε να βαδίζει προς το μέρος του. Ήταν τόσο όμορφη και όμως του προκαλούσε τόσο τρόμο με τους κατάμαυρους βολβούς των ματιών της, το αίμα που ανάβλυζε από αυτούς και το στόμα της και τις δύο κατακρεουργημένες και καταματωμένες φτερούγες που φύτρωναν από την πλάτη της και έσερνε άτονα πίσω της. Φτάνοντας μπροστά του άρχισε να χαϊδεύει το κορμί της και παράλληλα να αγγίζει αυτόν. "Με θέλεις; Πόσο με θέλεις;" τον ρώτησε. "Ξέρω τί θέλεις να μου κάνεις. Κάν'το μου. Τώρα." του είπε και πιάνοντας απότομα το χέρι του, το έβαλε ανάμεσα στα πόδια της. Έχοντας σαστίσει άργησε να αισθανθεί στα δάχτυλά του αυτό που ξαφνικά είδε και πήδηξε έντρομος προς τα πίσω. Λίτρα ολόκληρα αίματος έτρεχαν από μέσα της, λερώνοντας τους μηρούς, τις γάμπες και τα πόδια της και σχηματίζοντας μια λίμνη από κάτω της. Ένα στραβό απαίσιο χαμόγελο σχηματίστηκε στα όμορφα αλλά σκασμένα και πασαλειμμένα με αίμα χείλη της. "Θα πεθάνεις, ξέρεις. Κι εγώ θα πεθάνω. Και όλοι θα πεθάνουν. Και θα καιγόμαστε - για πάντα." Στα λόγια της αυτά, φωτιά ξεπήδησε από το αίμα που είχε μουσκέψει τα δάχτυλά του. Αυτή όμως τον έκαιγε, τον έκαιγε φριχτά. Άρχισε απεγνωσμένος να ουρλιάζει και να τρέχει πέρα δώθε προσπαθώντας να σβήσει τις φλόγες αλλά μάταια - εξαπλώθηκε από το χέρι στο μπράτσο του και από εκεί σε όλο του το σώμα. Την ύστατη στιγμή γύρισε και κοίταξε εκείνη. Είχε γίνει, σαν και αυτόν, παρανάλωμα του πυρός και σε πολλά σημεία άρχισαν να φαίνονται τα κόκαλά της. Το χαμόγελο της όμως είχε μείνει ίδιο και απαράλλαχτο, εφιαλτική λεπτομέρεια στην μάζα από λιωμένο δέρμα στην οποία είχε μεταβληθεί το πρόσωπό της. Μην αντέχοντας το ανείπωτο μαρτύριό του, απέστρεψε το βλέμμα του και κλείνοντας ό,τι είχε απομείνει από τα βλέφαρά του έβγαλε μια τρομερή κραυγή.
Πετάχτηκε ιδρωμένος. Του πήρε λίγη ώρα να συνειδητοποιήσει πού βρισκόταν όταν το βλέμμα του ξεθόλωσε και είδε απέναντι την σπασμένη του βιβλιοθήκη. Αρχίζοντας να ανακτά πλήρως την αίσθηση της πραγματικότητας, ξαναγύρισε το βλέμμα του προς το ταβάνι. "Τι εφιάλτης" μουρμούρισε. Στριφογύρισε λίγο στον καναπέ, αλλά το πήρε απόφαση ότι παρά την κούρασή του είχε τόση υπερένταση που δεν υπήρχε περίπτωση να μπορέσει να ξανακοιμηθεί. Ανακάθησε και τεντώθηκε. Κοίταξε τα βιβλία που ήταν πεταμένα φίρδην μίγδην στο πάτωμα. Πότε στο διάολο είχε σπάσει η βιβλιοθήκη; αναρωτήθηκε. Και γιατί δεν ήρθε ο Μιχάλης χτες; Η τόση του κούραση μετά το χθεσινό υπερκόσμιο νοητικό του ταξίδι είχε σαν αποτέλεσμα να αποκοιμηθεί σχεδόν αμέσως και να μην αναρωτηθεί για το πώς και το γιατί - μέχρι τώρα.
Το βλέμμα του είχε απορροφηθεί στο εξώφυλλο ενός βιβλίου με πίνακες του Magritte όταν άκουσε από έξω έναν ανεπαίσθητο ήχο από γυμνά ανθρώπινα πέλματα. Σηκώθηκε, πέρασε προσεχτικά από τον σωρό των σπασμένων γυαλιών στο πάτωμα και βγήκε και αυτός στην βεράντα. Η Εύα ήταν εκεί ακουμπώντας στην πλεχτή ξύλινη κουπαστή, ολόγυμνη όπως πάντα, πανέμορφη, έχοντας πάρει ασυναίσθητα μια τόσο διεγερτική στάση, όσο δεν μπορούσε εξ επίτηδες να πετύχει οποιοδήποτε φωτομοντέλο που πόζαρε. Χάζευε τον ουρανό - είχε ξαστεριά και το σπίτι ήταν αρκετά ψηλά ώστε να βλέπουν καθαρά τα περισσότερα αστέρια. "Έχει βγάλει ψύχρα" της είπε. "Να σου φέρω καμιά ζακέτα; Μην κρυώσεις." Γύρισε και τον κοίταξε γλυκά. "Δεν κρυώνω. Δεν γίνεται να κρυώσω." Γύρισε ξανά προς τον ουρανό. "Ήξερα όλα αυτά τα αστέρια... και είχα επισκεφτεί τα περισσότερα από αυτά. Να", είπε κι έδειξε ένα αστέρι λίγο ψηλότερα από την Μεγάλη Άρκτο, "σε εκείνο το σύστημα μένει μια φυλή παρόμοια με της Γης... Μορφολογικά δεν μοιάζουν ιδιαίτερα με τους ανθρώπους, αλλά αναπνέουν και εκείνοι οξυγόνο, πίνουν νερό και ζουν σε τρισδιάστατο κόσμο." Αναστέναξε. "Οι αναμνήσεις ατονούν. Οι εικόνες ξεθωριάζουν. Θυμάμαι τα ταξίδια μου και τις πράξεις μου όταν ήμουν ο προηγούμενος εαυτός μου, αλλά δεν θυμάμαι πώς τα έκανα. Έχω συγκρατήσει στο μυαλό μου ότι ήξερα έννοιες που δεν καταλαβαίνει ο ανθρώπινος νους, αλλά τώρα δυσκολεύομαι πλέον να τις καταλάβω κι εγώ. Η πτώση μου μετέβαλλε και την διάνοιά μου - τώρα είμαι κι εγώ ένας άνθρωπος. Ίσως και κάτι περισσότερο - δεν αρρωσταίνω, το φως του ήλιου θεραπεύει τις φθορές μου, δεν κοιμάμαι, δεν γερνάω, είμαι γνώστης όλων των ανθρώπινων γλωσσών - δεν μπορώ να τεκνοποιήσω... αλλά ως εκεί. Ο παλιός μου εαυτός δεν υφίσταται πλέον. Και ό,τι δυνάμεις μου είχαν απομείνει, σαν αυτή που χρησιμοποίησα χθες για να σου δείξω, φθίνουν και χάνονται. Τώρα πια είμαι μια γυναίκα" είπε, περισσότερο για να το πιστέψει η ίδια.
Ο Ιάσονας την πλησίασε. Ακούμπησε και αυτός στην κουπαστή και η Εύα γύρισε και τον κοίταξε έντονα με τα μεγάλα τυρκουάζ της μάτια. "Είναι κοντά; Το τέλος εννοώ." την ρώτησε. Η Εύα άργησε λίγο μέχρι να απαντήσει. "Ναι. Είναι κοντά." Τον ξανακοίταξε. "Φοβάσαι;" "'Οχι" της είπε. Έλεγε την αλήθεια. "Κατά βάθος πάντα πίστευα ότι θα ζήσω για να δω το τέλος του κόσμου. Φυσικά δεν είχα στο μυαλό μου ότι θα ερχόταν από μερικούς εκνευρισμένους αγγέλους - πάντα περίμενα ότι θα έρθει λόγω της κλιματικής αλλαγής και της καταστροφής του περιβάλλοντος ή λόγω κάποιου πολέμου. Οπότε είμαι αρκετά συμφιλιωμένος με την ιδέα... Αυτό για το οποίο είμαι περίεργος είναι το μετά. Υπάρχει μετά;" την ρώτησε καθώς ακουμπούσε το μπράτσο της με το δικό του μπράτσο. "Ήξερα, αλλά δεν θυμάμαι" του απάντησε η Εύα.
Ο Ιάσονας έμεινε λίγο να σκέφτεται. "Πιστεύω ότι δεν έχει νόημα να ειδοποιήσω κάποιον σχετικά με το αναπόφευκτο. Αφού θα είναι το τέλος όλων, καλύτερα να ζήσουν τις τελευταίες τους στιγμές συνεχίζοντας κανονικά τις ζωές τους. Θέλω απλά να αποχαιρετήσω τους φίλους μου και την μητέρα μου - αυτούς που σημαίνουν κάτι για μένα. Κατά τα άλλα, θέλω να περάσω τον τελευταίο μου καιρό εδώ - μαζί σου" είπε ξαφνικά, αισθανόμενος μια έντονη έξαψη. Κάτι είχε συμβεί μέσα του. Κάτι που τον έκανε να μην αντέχει να κρατάει άλλο κλεισμένα αυτά που ένιωθε και ήθελε. Με το χέρι του την ακούμπησε χαμηλά στην μέση και άρχισε με τα δάχτυλά του να διατρέχει την πλάτη και τους γλουτούς της. Σιγά σιγά άρχισε να την αγγίζει και στον λαιμό και πίσω από το αυτί. Είχε κλείσει τα μάτια της και η ανάσα της είχε γίνει κοφτή. "Τι είναι αυτό που αισθάνομαι;" τον ρώτησε με την πλούσια, αιθέρια φωνή της, ανάβοντάς τον περισσότερο. "Το είχα νιώσει και όταν σε πρωτοείδα αφού συνήλθα, αλλά τώρα το αισθάνομαι πολύ πιο δυνατό. Το αισθάνομαι... το αισθάνομαι παντού." Ο Ιάσονας δεν είχε τώρα μπροστά του ένα ουράνιο πλάσμα, στην θέα του οποίου σάστιζε και αποσβολωνόταν. Είχε μια γυναίκα που τον ήθελε. Και τον ήθελε όσο την ήθελε και αυτός. "Νιώθεις αυτό που νιώθω κι εγώ" της είπε και τραβώντας την κοντά του, άρχισε να ανασαίνει βαριά και να ακουμπάει με τις άκρες των χειλιών του τον λαιμό και τους ώμους της. "Μα τί είναι αυτό;" ξαναρώτησε, και η φωνή της είχε ραγίσει. Ο Ιάσονας δεν της απάντησε. Έφερε τα χέρια του από την μέση της μπροστά στα υπέροχα στήθη της και σκύβοντας άρχισε να τα φιλάει. Η Εύα είχε παραδοθεί τελείως. Ενστικτωδώς τον έπιασε από τον αυχένα και άρχισε να πιέζει ελαφρά το κεφάλι του πάνω στο στήθος της. Ο Ιάσονας προχώρησε αργά προς τα πάνω, διατρέχοντας με την άκρη της γλώσσας του όλη την περιοχή από τις θηλές ως το πηγούνι της. Παράλληλα τα χέρια του άφησαν τα τσιτωμένα της στήθη και προχώρησαν προς τα πάνω, χαϊδεύοντάς την σε όλη την πορεία. Την έπιασε απαλά κάτω από τα αυτιά της και την κοίταξε κατάματα. Η Εύα κοιτούσε μια τα μάτια του και μια τα χείλη του και τα βλέφαρά της είχαν βαρύνει. "Τί είναι αυτό; Τι είναι αυτό που μου κάνεις;" κατάφερε να ψιθυρίσει. Ο Ιάσονας πίεσε απότομα τα χείλη του στα δικά της. Ήταν στην αρχή σφιγμένα αλλά μετά χαλάρωσαν και άρχισαν να ακολουθούν τις κινήσεις των δικών του. Άνοιξε λίγο παραπάνω το στόμα του και με την γλώσσα του χάιδεψε τα χείλη της. Προχώρησε παραμέσα και άγγιζοντας την δική της γλώσσα άρχισε να κάνει αργές κυκλικές κινήσεις.
Η Εύα αντέδρασε στην αρχή άτονα, αδέξια. Αλλά όσο περνούσε η ώρα ανταποκρινόταν όλο και περισσότερο. Και όταν άγγιξε την γλώσσα της - τότε κόλλησε τελείως πάνω του, έπλεξε τα χέρια της γύρω από τον αυχένα του και ανταπέδωσε με πάθος. Κάθε δευτερόλεπτο του φλογερού τους φιλιού ένιωθαν και οι δύο ρίγη να διαπερνούν τα κορμιά τους και μια ζέστη να απλώνεται στα στήθη και στα άκρα τους. Τα χείλη και οι γλώσσες τους είχαν πάρει φωτιά. Ο Ιάσονας της έσφιγγε την μέση και τους γλουτούς, ενώ η Εύα, χωρίς να ξεκολλήσει τα χείλη της από τα δικά του, άφηνε μικρά βογγητά. Το φιλί τους ήταν μακρόσυρτο, υγρό, βίαιο και έντονο. Της δάγκωνε απαλά τα χείλη και αυτή του πιπιλούσε την γλώσσα. Κάποια στιγμή, ενώ έπαιζαν με τις γλώσσες τους, την σήκωσε απαλά και την κάθησε στην κουπαστή. Κόλλησε πάνω της και αυτή τύλιξε τα πόδια της γύρω του. Φορούσε μόνο το εσώρουχο του και το ότι στη στάση που ήταν την ακουμπούσε με τον κάβαλό του εκεί τον τρέλαινε. Ήταν έτοιμος. Και αυτή το ίδιο, εδώ και αρκετή ώρα, όπως είχε καταλάβει. Ξεκολλώντας τα χείλη του από τα δικά της, ξανακατέβηκε στο στήθος της, ενώ αυτή βογγούσε σιγανά αλλά ανεξέλεγκτα. Προχώρησε με τα χέρια του προς τα κάτω... μα λίγο πριν την αγγίξει εκεί που ήθελαν και οι δύο, οι φρικιαστικές εικόνες που είχε δει στον εφιάλτη του πέρασαν σαν αστραπή μπροστά από τα μάτια του. Τινάχτηκε απότομα από πάνω της προς την άλλη πλευρά της βεράντας, ακουμπώντας με την πλάτη του στον τοίχο. Η Εύα είχε μείνει εμβρόντητη. "Τί έπαθες;" τον ρώτησε, ακόμα χαμένη μέσα στην ερωτική της παραζάλη. "Έκανα κάτι;" είπε με έξαψη. Ο Ιάσονας έγειρε το κεφάλι του στον τοίχο κι έκλεισε τα μάτια του. "Όχι." της είπε. "Δεν συμβαίνει τίποτα. Απλά... πιστεύω ότι πρέπει να μην προχωρήσουμε παρακάτω για την ώρα." Ούτε και ο ίδιος δεν το πίστευε πως το έλεγε αυτό. "Παρακάτω;" απόρησε η Εύα. Έμεινε λίγο να αναρωτιέται. Σε μερικά δευτερόλεπτα του είπε "αυτό γίνεται όταν συναντιούνται δύο πλάσματα του ίδιου είδους αλλά αντίθετου φύλου; Το είχα δει, αλλά στους ανθρώπους, αντίθετα με τα άλλα όντα της Γης, δεν μπορούσα να ερμηνεύσω τί οδηγεί στην επιλογή του ενός από τον άλλον. Στα άλλα πλάσματα είναι το ένστικτο της αναπαραγωγής και μόνο..." Γύρισε και του είπε με μια πίκρα που η ίδια δεν καταλάβαινε "και για σένα αυτό ήταν; Το ένστικτο της αναπαραγωγής;" Ο Ιάσονας άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε. Καθόταν πάνω στην κουπαστή, με φόντο το αστροφέγγιστο πανόραμα, πανέμορφη, σεξουαλική, αιθέρια, μπρούτζινη, με διαπεραστικό τυρκουάζ βλέμμα, τόσο σοφή και μόνο με τις ξεθωριασμένες αναμνήσεις από την προηγούμενή της ζωή αλλά ταυτόχρονα τόσο άμαθη, τόσο αγνή στα συναισθήματα της, σαν μικρό κοριτσάκι. Πώς μπορεί να ήταν μόνο αυτό; Μόνο το ένστικτο; Όχι, ήταν κάτι πολύ βαθύτερο. Κάτι που οι περισσότεροι νιώθουν μία ή καμία φορά κατά την διάρκεια της ζωής τους. Την πλησίασε, την αγκάλιασε και της είπε, κοιτώντας την μέσα στα θαλασσένια της μάτια, "οι άνθρωποι δεν είναι ζώα, εκτός από εκείνους που συμπεριφέρονται σαν τέτοια. Πιστεύω ότι αυτό το ξέρεις εσύ καλύτερα από εμένα. Οι επιλογές μας δεν υπαγορεύονται εξ ολοκλήρου από τα ένστικτα μας. Και σε μερικές περιπτώσεις, όπως την δική μας, δεν μπορώ να εξηγήσω από τί ακριβώς υπαγορεύονται. Είναι και το ένστικτο, αλλά μάλλον είναι πολύ περισσότερο αυτό που μας εμφυτεύσατε Εσείς - το να νιώθουμε ότι ο σύντροφος μας είναι το άλλο μας μισό, αυτό που μας συμπληρώνει και μας ολοκληρώνει σαν υπάρξεις. Εμείς εδώ το λέμε με άλλον τρόπο..." Σταμάτησε απότομα. Ίσως δεν είχε καμία σημασία να πει την λέξη. Μπορεί η Εύα να μην καταλάβαινε. Αλλά βλέποντάς την να τον κοιτάζει με λατρεία, δεν του έμεινε καμία αμφιβολία για το τί ένιωθε κι εκείνη. Χωρίς άλλη κουβέντα την ξαναφίλησε παθιασμένα.
Η αυγή τους βρήκε να φιλιούνται ακόμη.
Οδηγούσε κανένα δίωρο. Αισθανόταν τυχερός που δεν είχε συναντήσει ιδιαίτερη κίνηση ως τώρα - αν και αυτό ήταν μάλλον λογικό. Ήταν πρωί Δευτέρας και οι περισσότεροι είχαν φύγει ή έφευγαν από τα θέρετρα της Χαλκιδικής αντί να πηγαίνουν προς αυτά, όπως έκανε εκείνος. Πέρασε τα Πυργαδίκια και συνέχισε ολοταχώς προς την Τρυπητή. Φτάνοντας κι εκεί κοίταξε στα δεξιά του όπου διακρινόταν το περίγραμμα της Αμμουλιανής. Τι όμορφο νησάκι, σκέφτηκε. Πρέπει να ξαναπάμε με την Λίζα. Αλλά πιο πολύ πίεσε τον εαυτό του για να κάνει αυτές τις σκέψεις παρά τις έκανε αυθόρμητα. Το θέαμα που είδε χθες το απόγευμα, τον είχε συγκλονίσει τόσο πολύ, τον είχε σοκάρει τόσο βίαια, που κατέβαλλε προσπάθεια να μην του στρίψει τελείως, να μην ξεφύγει από την πραγματικότητα.
"Και πόσο θα κάτσεις;" έλεγε χτες η Λίζα από την άλλη άκρη της γραμμής, όταν επιτέλους μπόρεσαν να μίλησουν. "Δεν ξέρω. Ίσως μια δυο μέρες. Οπωσδήποτε θα έχω επιστρέψει πριν γυρίσεις εσύ από την Αθήνα. Άλλωστε το Άγιο Όρος είναι κοντά στην Θεσσαλονίκη." Κρατούσε με πολύ κόπο σταθερή την φωνή του. Θα της έλεγε τα πάντα όταν γυρνούσε, αν και ήξερε ότι μάλλον δεν θα τον πίστευε. Αλλά ακόμα δεν θα μάθαινε τίποτα. Μέχρι να κάνει αυτό που είχε στο μυαλό του, δεν θα μάθαινε τίποτα κανείς. "Θα πάω να δω τον γέροντα πνευματικό μου. Θυμάσαι που σου έλεγα, μένει σε ένα κελί κοντά στην μονή Σταυρονίκητα." Η ανησυχία στην φωνή της Λίζας ήταν έκδηλη. "Γιατί ξαφνικά τέτοια πρεμούρα να τον δεις; Συνέβη κάτι;" Μετά από μια μικρή παύση συνέχισε. "Συνέβη κάτι με εμάς;" Ακόμα και αυτήν την δύσκολη στιγμή, η αντίδραση της Λίζας τον έκανε να χαμογελάσει. Γυναίκες, σκέφτηκε. Έτοιμες κάθε στιγμή να κάνουν τόσο περίπλοκες και δαιδαλώδεις σκέψεις που το απλό και πιο μονοδιάστατο ανδρικό μυαλό δεν μπορεί καν να φανταστεί. "Εννοείται πως όχι, γλυκιά μου. Μην σκέφτεσαι τέτοιες χαζομάρες. Απλά θέλω να τον επισκεφτώ, τώρα που λείπεις κι εσύ. Έχω καιρό να τον δω τον γέρο, και έχει περάσει πλέον τα ενενήντα - ίσως να μην έχω την ευκαιρία να τον ξαναδώ πολλές φορές." Μετά από μια στιγμή σιωπής η Λίζα ξαναμίλησε. "Μου λείπεις πολύ μωρό μου." "Κι εμένα." της απάντησε. "Πάρα πολύ".
Φτάνοντας στην Ουρανούπολη άφησε το αμάξι του και μπάρκαρε σε ένα καϊκάκι που διέπλεε τον κόλπο κατά μήκος της δυτικής ακτής της χερσονήσου του Άθω. Τα ακροβολισμένα στους πετρώδεις καταπράσινους παραθαλάσσιους λόφους μοναστήρια ήταν ένα θέαμα πανέμορφο και ανακουφιστικό - βλέποντάς τα ανάμεσα στα πουρνάρια, τα φρύγανα, τις ελιές και τα πεύκα να χαιρετίζουν τον ζεστό αυγουστιάτικο ήλιο, ένιωσε την ψυχή του να ξαλαφρώνει κάπως. Ο τόπος προκαλούσε κατάνυξη και δέος και το έντονο χαλκιδικιώτικο ανάγλυφο έδενε απόλυτα με την βυζαντινή αρχιτεκτονική των μονών.
Ανεξάρτητα από τα όσα σκάνδαλα είχαν γίνει γνωστά τα τελευταία χρόνια, στα οποία ανακατεύονταν τόσοι και τόσοι κατά τα άλλα ευυπόληπτοι αντιπρόσωποι του κλήρου, ο Μιχάλης δεν ξεχνούσε ότι εδώ έμεναν και βαθύτατα πνευματικοί άνθρωποι, ασκητικοί και με τρόπο ζωής απόλυτα εναρμονισμένο με το κατανυκτικό τοπίο. "Ο τόπος κάνει τους ανθρώπους και οι άνθρωποι τον τόπο" μονολόγησε.
Μετά από μιάμιση περίπου ώρα σταμάτησαν στο λιμανάκι της Δάφνης. Από εκεί πήρε λεωφορείο για τις Καρυές και σε άλλη μισή ώρα είχε ήδη φτάσει και συνέτασσε τα χαρτιά εισόδου του στο Άγιο Όρος. Παίρνοντας την άδεια, ξεκίνησε περπατώντας τον ελαφρά ανηφορικό δρόμο προς την μονή Σταυρονίκητα. Η μονή ήταν σχετικά κοντά στις Καρυές και παίρνοντάς το με τα πόδια έφτανε κανείς σε λιγότερο από δύο ώρες. Στον Μιχάλη άρεσε πολύ η πεζοπορία, ειδικά εν μέσω της αυγουστιάτικης μεσογειακής βλάστησης. Πού και πού ο δρόμος του διασταυρωνόταν με μοναχούς που είτε ήταν πεζοί είτε καβαλούσαν κάτι γέρικα γαϊδουράκια. Τους χαιρετούσε και συνέχιζε ολοένα τον δρόμο του ώσπου κάποια στιγμή, ενώ είχε ήδη πιάσει απόγευμα, έστριψε σε έναν μικρό κατσικόδρομο και μετά από ένα στένωμα είδε μπροστά του τη μεγαλοπρεπή μονή του Σταυρονίκητα, ιδρυμένη πριν από το 1000 μ.Χ. Οι πέτρινοι κατάφυτοι λόφοι ολόγυρά της ήταν γεμάτοι κελιά ασκητών. Κατευθύνθηκε προς ένα από αυτά, που βρισκόταν στα ριζά ενός λοφίσκου στα ανατολικά. Βρήκε τον γέροντα να κάθεται απ'έξω, κάτω από την σκιά μιας ελιάς. "Γέροντα Ιωάννη" είπε. "Καλησπέρα." "Καλησπέρα. Καλώς ήρθες" του απάντησε το γεροντάκι, με βαθιά και υπόκωφη φωνή. Τα χρόνια που είχαν περάσει από πάνω του είχαν χαράξει το πρόσωπο και τα χέρια του και τον έκανε να φαίνεται σαν να ήταν φτιαγμένος από γρανίτη. Ήταν εύθραυστος και ζαρωμένος και το μαζεμένο του κορμί φαινόταν ακόμα μικρότερο λόγω τις τεράστιας, άσπρης και με γκρίζα μπαλώματα, γενειάδας του. Κοίταξε τον Μιχάλη κουρασμένα αλλά πατρικά. "Θέλεις να σου προσφέρω τίποτα; Αλλά αυτή την στιγμή έχω μόνο νερό και κατσικίσιο γάλα" του είπε. "Ένα ποτήρι νερό αρκεί γέροντα, ευχαριστώ." Η ζαρωμένη μορφή σηκώθηκε τρίζοντας και μπήκε μέσα στο ασκητικό της κελί. Επιστρέφοντας με το νερό του Μιχάλη του είπε "πολύ χαίρομαι που με επισκέφτηκες, τέκνο μου. Πάει καιρός..." "Ναι, γέροντα, πάει καιρός..." του αποκρίθηκε. "Αλλά θέλω να σου μιλήσω. Θα είναι πιστεύω ό,τι σημαντικότερο θα σου έχω πει μέχρι σήμερα." Τον κοίταξε έντονα, με ένα βλέμμα αγωνίας. Ο γέρος του το ανταπέδωσε μειλήχια. "Ακούω".
4 σχόλια. Βγάλτε το από μέσα σας!:
akoumpa me
ΧΑΧΑΧΑΧΑ!!! Ξημερώματα στο σπίτι του Διαμαντή στην Μηχανιώνα ΤΩΡΑ! Χάνεις όμως το νόημα της ιστορίας...
ΙΑΣΟΝΑ ΠΗΔΑ ΤΗΝ!
Καλά, το περίμενα ότι θα είχα τέτοια σχόλια σε αυτό το μέρος. Ίσως γίνει και αυτό σε κάποιο σημείο, αλλά να μην χάνεται η ουσία... Όσο άγρια και ζωώδης και αν είναι ή θα είναι η ένωσή τους, είναι βαθύτατα τραγική. Και παιδιά... επώνυμα σχόλια please!
Δημοσίευση σχολίου