Αναζήτηση αναρτήσεων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Το ξύπνημα (διήγημα σε συνέχειες). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Το ξύπνημα (διήγημα σε συνέχειες). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Το ξύπνημα - μέρος 1

>> 5/12/09

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ - ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΑΝΤΙΚΡΥΣΕ

"... αν κοιτάξεις για πολλή ώρα μέσα σε μια άβυσσο, η άβυσσος κοιτάζει και αυτή μέσα σε σένα."
Φρειδερίκος Νίτσε, "Πέρα από το Καλό και το Κακό"

  
Κεφάλαιο 1 - Η κόκκινη αυγή

Η ανάσα του είχε ήδη αρχίσει να βγαίνει κοφτή. Κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια για να συνεχίσει να αναπνέει από την μύτη του και μόνο, αλλά δεν το κατάφερνε. Έτσι άρχισε να λαχανιάζει. Τουλάχιστον να συντονιστώ με τον δρασκελισμό μου, σκέφτηκε. Βήμα, εισπνοή. Βήμα, εκπνοή.  Βήμα, εισπνοή. Βήμα... γαμώτο. Είναι πιο δύσκολο απ'ότι νόμιζα. Ας κάνω καλύτερα μια στάση εδώ.
Σιγά σιγά, προοδευτικά, ελάττωσε τον ρυθμό του, τόσο ώστε το τζόκινγκ του να μετατραπεί σε βάδην. Με το που ξεκίνησε το αργό του περπάτημα, τέντωσε τα χέρια ψηλά πάνω από το κεφάλι του. Ήταν μια κίνηση για να αιματωθεί ταχύτερα το επάνω μέρος του σώματός του ύστερα από το γοργό ρυθμό του τρεξίματος. Ή τουλάχιστον, έτσι είχε διαβάσει. Ποτέ του δεν προσπάθησε να διαπιστώσει την ορθότητα ή αποδοτικότητα αυτής της κίνησης. Απλά την έκανε. Καθώς τάνυζε τους βραχίονες του, έκλεισε τα μάτια του και άφησε να τον χαϊδέψει το απαλό πρωινό θαλασσινό αεράκι. Σχεδόν τον εξέπλησσε που η αύρα του Θερμαϊκού δεν βρωμοκοπούσε. Ο βιολογικός καθαρισμός που είχαν κάνει πρόσφατα στην παραλία της Θεσσαλονίκης είχε πιάσει, από ότι φαινόταν, τόπο - τουλάχιστον για την ώρα.
Κατεβάζοντας τα χέρια του, κοίταξε προς τα δεξιά - το Μακεδονία Palace αστραποβολούσε στο φως της ανατολής. Πάντοτε είχε την εντύπωση πως όσο πλησίαζε ο καιρός προς τα Χριστούγεννα, το φως του Ήλιου γινόταν, τόσο στην αυγή όσο και στο δειλινό, όλο και πιο κόκκινο. Προφανώς αυτό δεν ίσχυε πάντα... αλλά ειδικά σήμερα, ήταν πράγματι λες και κάποιος ζωγράφος βούτηξε γεμάτος έξαψη το πινέλο του στα πιο θερμά του χρώματα κι έβαψε με αυτά τον ουράνιο καμβά. Έστριψε το κεφάλι του αριστερά για να θαυμάσει την άλικη αυγή. Αλλά κοιτώντας την ένιωσε ξαφνικά ένα ανεξήγητο άγχος, λες και το υπερβολικά έντονο χρώμα της ενοχλούσε την ψυχική του ηρεμία. Συνειδητοποίησε παράλληλα και κάτι άλλο - τα πόδια του πονούσαν. "Μάλλον δεν θα συνεχίσω άλλο", μονολόγησε. "Μπαγιάτεψα". Αυτό ήταν εν μέρει αλήθεια, μια και είχε να πάει για τζόκινγκ καναδυο μήνες. Αλλά και πάλι, το γεγονός ότι ένας κατά τα άλλα εύρωστος, μη - καπνιστής σαραντάρης, όπως αυτός, κουραζόταν τόσο εύκολα μετά από τριάντα ψωρολεπτά ελαφρού τρεξίματος, τον προβλημάτιζε κάπως. Βγάζοντας όμως γρήγορα αυτήν την σκέψη από το μυαλό του, κίνησε προς το αμάξι του. Το είχε παρκάρει επί της λεωφόρου Μ. Αλεξάνδρου και όσο και αν ήξερε πως δεν θα είχε πρόβλημα με την κίνηση και το ξεπαρκάρισμα τέτοια ώρα - τί διάολο, ήταν 07:00 το πρωί - μια ξαφνική απροσδιόριστη ανησυχία τον έκανε να ταχύνει το βήμα του.
Μπαίνοντας μέσα στο παλιό του Vectra, ξεκούμπωσε από την μέση του την φθαρμένη του μπανάνα κι έβγαλε από μέσα το κινητό του. Είχε μια αναπάντητη κλήση από την Βάσια. Την κάλεσε καθώς προσπαθούσε - ανεπιτυχώς - να βάλει με το ένα χέρι την ζώνη ασφαλείας. Δεν πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα και η γυναίκα του το σήκωσε, συνοδευόμενη από ένα πανδαιμόνιο φασαρίας. "Έλα Βάσια" είπε ο Αντώνης, ενώ από το τηλέφωνο ακούγονταν τα επίμονα κλάματα ενός μωρού. "Αντώνη, καλύτερα να έρθεις λίγο γρήγορα. Ο μπέμπης δεν λέει να ησυχάσει εδώ και κανένα μισάωρο. Έλα, μήπως και μαζί με εσένα καταφέρουμε να τον ηρεμήσουμε. Σήμερα έχει σπάσει ρεκόρ κλάματος". "Καλά, καλά" απάντησε κουρασμένα ο Αντώνης. "Σε κανένα τέταρτο θα είμαι εκεί". Αυτό δεν είναι παιδί, σκέφτηκε αγανακτισμένα. Είναι ο ίδιος ο Σατανάς. Κλαίει, χωρίς κανένα προφανή λόγο, 23 ώρες το 24ωρο.
Ο Αντώνης αισθανόταν αρκετά πιεσμένος τον τελευταίο καιρό, τόσο με την δουλειά του - ήταν καθηγητής μαθηματικών σε φροντιστήριο - , όσο και με την οικογένεια του. Ο μικρός δεν τους άφηνε σε χλωρό κλαρί, μέρα νύχτα. Απορούσε γιατί. Η μεγαλύτερη κόρη του, η Άννα, ήταν πάντοτε σχετικά ήσυχη... αν και τα τελευταία χρόνια, η σκληρή πραγματικότητα του σχολείου - τα παιδάκια του Δημοτικού ήταν ιδιαίτερα μοχθηρά ορισμένες φορές - την έκανε ακόμα πιο συνεσταλμένη. Αλλά πάντοτε έλεγε από μέσα του ότι αυτή δεν ήταν παρά μια μεταβατική περίοδος και ότι το ξέσπασμα της εφηβείας της στο Γυμνάσιο θα έβαζε όλα τα πράγματα στην θέση τους. Ή θα τα έκανε ακόμα πιο μπερδεμένα. Αλλά ο Αντώνης ήθελε να είναι αισιόδοξος - στο οποίο συνέβαλλε ιδιαίτερα και η άγνοιά του για την κοριτσίστικη προεφηβική και εφηβική συμπεριφορά.
Έβαλε το κλειδί του αυτοκινήτου του στην υποδοχή και το γύρισε. Η μηχανή μούγκρισε αλλά δεν πήρε μπρος. "Τι σκατά..." μουρμούρισε. Προσπάθησε και δεύτερη φορά. Και τρίτη. Τελικά το αμάξι ξεκίνησε με την τέταρτη και ο Αντώνης, πολύ προβληματισμένος, ξεπάρκαρε προσεκτικά και ξεκίνησε τον δρόμο του γυρισμού για το σπίτι του στην Σταυρούπολη. "Την Δευτέρα συνεργείο" είπε στον εαυτό του. Έπειτα προσηλώθηκε στην πορεία του. Θα έστριβε στην πρώτη στροφή αριστερά και μετά θα συνέχιζε δυτικά.
Φαίνεται πως δεν με θέλει σήμερα, αναλογιζόταν καθώς περίμενε  να ανάψει ένα φανάρι πράσινο. Η αναίτια και υπερβολική του κούραση... το αμάξι του που δεν έπαιρνε μπρος... ο γιος του που έκλαιγε πιο πολύ από κάθε άλλη φορά... αλλά πιο πολύ από όλα αυτή η κατακόκκινη αυγή... αυτό το αναθεματισμένο, κόκκινο σαν το αίμα, πρωινό φως... δεν θυμόταν να είχε δει ξανά στην ζωή του τέτοιο ξημέρωμα... όλα αυτά τον ενοχλούσαν και του τριβέλιζαν το μυαλό.
Την στιγμή που άναψε η πράσινη ένδειξη, και πριν καν προλάβει να βάλει την πρώτη για να ξεκινήσει, ένα μηχανάκι πέρασε σαν σίφουνας από τα αριστερά του και πάνω από κάτι λασπόνερα, τινάζοντάς τα πάνω στο παράθυρο του, κάνοντάς το χάλια. "Μαλακισμένο!" φώναξε, λες και υπήρχε περίπτωση να τον ακούσει ο μηχανόβιος. Α, σίγουρα δεν με θέλει σήμερα, συλλογίστηκε ξανά.
Το περιστατικό με το μηχανάκι τον είχε εκνευρίσει και τώρα έτρεχε αρκετά, νιώθοντας λανθασμένα ασφαλής με την λιγοστή πρωινή κίνηση. Έφτασε σε ένα σταυροδρόμι στο οποίο είχε προτεραιότητα. Έλεγξε επιπόλαια από απόσταση για τυχόν διασταυρούμενα οχήματα και χωρίς να κόψει πολύ ταχύτητα, πήγε να το περάσει.
Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Το φορτηγό ανεφοδιασμού, έχοντας εξυπηρετήσει κάποιο super market στην κάθετη οδό, ερχόταν με ταχύτητα, χωρίς καν να προσέξει το Vectra που ορμούσε - ένα μικρό ύψωμα του άξονα του δρόμου ήταν αρκετό για να κρύψει για μερικά μοιραία δευτερόλεπτα την ορατότητά του. Ο Αντώνης από την άλλη, χαμένος στον κόσμο του και βλαστημώντας ακόμα, ούτε που πρόσεξε το τεράστιο όχημα που θα τον διεμβόλιζε από τα αριστερά.
Μια ανατριχιαστική στριγγλιά φρένων ακούστηκε και σχεδόν αμέσως ο τρομερός ήχος μιας σύγκρουσης. Παραμορφωμένες λαμαρίνες. Σπασμένα τζάμια. Στραπατσαρισμένα πλαστικά. Το φορτηγό γλίστρησε και το πίσω μέρος του άρχισε να σέρνεται κάθετα στο σταυροδρόμι, ενώ ό,τι είχε απομείνει από το αμάξι του Αντώνη τινάχτηκε πολλά μέτρα, παίρνοντας σβούρες και καρφώθηκε με το πίσω μέρος του στον απέναντι στύλο ηλεκτροδότησης.
Ο Αντώνης μόλις που πρόλαβε να αντιληφθεί τον όγκο που ερχόταν κατά πάνω του. Δεν είχε καν τον χρόνο να τρομάξει. Με το που συγκρούστηκαν, το σώμα του τινάχτηκε, χτύπησε, κατακρεουργήθηκε και σχεδόν αμέσως έχασε τις αισθήσεις του.
Σε κλάσματα δευτερολέπτου βυθίστηκε στο σκοτάδι.

Κεφάλαιο 2 - Σκιές

Δεν μπορούσε να δει τίποτα. Αλλά αισθανόταν μια σκοτεινή θάλασσα να απλώνεται γύρω του. Ο παφλασμός της ήταν σχεδόν απτός - τον ένιωθε, τον άγγιζε, παρά τον άκουγε. Έκανε μια κίνηση που κάπου, κάποτε, θα μπορούσε να ονομαστεί περπάτημα και προχώρησε προς μια κατεύθυνση - μπροστά; Πίσω; Δεξιά; Αριστερά; Δεν ήταν σίγουρος. Αλλά ούτε του φάνηκε σημαντικό.
Άκουσε - άγγιξε - τον ήχο ενός τσαλαβουτήματος και κατάλαβε πως τώρα περπατούσε στην ακροθαλασσιά. Τί παράξενο! Να νιώθει τους ήχους και όχι την ίδια την αίσθηση της αφής - ούτε που θα καταλάβαινε ότι τα πόδια του βυθίστηκαν στον νερό αν δεν άκουγε το πλατσούρισμα. Εξακολουθώντας να μην βλέπει τίποτα, συνέχισε να βηματίζει προς την κατεύθυνση που είχε διαλέξει. Από ένστικτο δεν λοξοδρομούσε από την πορεία του, ξέροντας ότι αν έχανε τον δρόμο του και άρχιζε να βυθίζεται σιγά σιγά, τον περίμενε χωρίς αμφιβολία ο πνιγμός.
Όλο και περπατούσε, νιώθοντας ότι κάποια στιγμή αυτός ο δρόμος θα φτάσει σε κάποιο τέλος. Δεν ήξερε ούτε μπορούσε να φανταστεί ποιό θα μπορούσε να είναι αυτό, αλλά του φαινόταν επιτακτικό να τερματίσει.
Σιγά σιγά ο φλοίσβος των κυμάτων άρχισε να του φαίνεται απειλητικός. Του ήταν τώρα όλο και δυσκολότερο να συνεχίσει να ακολουθεί την πορεία που είχε καθορίσει. Ήταν λες και τα νερά ήθελαν να τον τραβήξουν μέσα στις θανατερές αγκάλες τους. Οι ήχοι που άκουγε γύρω του είχαν πλέον διαφορετική χροιά, πιο μεθυστική, πιο σαγηνευτική... πιο ύπουλη. "Έλα, έλα..." ένιωθε να τον καλεί στα βάθη του το σκοτεινό πέλαγος. "Έλα και ξέχνα τα όλα... έλα σε μας... έλα σε μας" συνέχιζε να τον βασανίζει η γεμάτη πειρασμό φωνή. Να τα ξεχάσω όλα; αναρωτήθηκε, νιώθοντας πλέον έναν κρύο τρόμο να του ροκανίζει τα σωθικά. Ποιά όλα; "Έλα, έλα, έλα..." συνέχισε αμείλικτη η απαίσια ελκυστική φωνή. "Έλα σε μας..."
Μια απότομη αλλαγή σημειώθηκε στο φάσμα των αισθήσεων του. Ξαφνικά, εκτός από τους ήχους, άρχισε να νιώθει και τα πράγματα στα οποία πατούσε - και η αίσθηση δεν του άρεσε καθόλου. Ενώ οι παφλασμοί από τα βήματά του συνεχίζονταν, εκείνος δεν ένιωθε πως τσαλαβουτούσε μέσα σε νερό. Ένιωθε στα πόδια του μια γλοιώδη, συμπαγή αίσθηση. Πατούσε πάνω σε κάτι άγνωστο, στερεό, το οποίο σε κάθε του βήμα σφάδαζε και συστρεφόταν. Είχε αηδιάσει με αυτήν την απάνθρωπη υφή αλλά και πάλι συνέχισε τον δρόμο του, φοβούμενος ότι λοξοδρομώντας ίσως πατούσε σε κάτι χειρότερο. Και περπατούσε, περπατούσε, περπατούσε για ώρες, μέρες, χρόνια, αιώνες. Δεν είχε πλέον καμιά αίσθηση του χρόνου, παρά μόνο το κίνητρο για να συνεχίσει να περπατάει ακατάπαυστα μέχρι το μαρτύριό του να φτάσει στο τέλος του.
Έφτασε κάποια στιγμή που το αδιαπέραστο σκοτάδι γύρω του άρχισε να αναδεύεται. Κάπου μπροστά του, ένα μικροσκοπικό φωτεινό σημείο εμφανίστηκε και άρχισε σιγά σιγά να απλώνεται. Στην αρχή ήταν πολύ αχνό αλλά και πάλι, η ξαφνικά ενεργοποιημένη αίσθηση της όρασής του τον ζάλισε και τον πόνεσε. Το φως άρχισε τώρα να επεκτείνεται σε όλο τον ορίζοντα - και ήταν κόκκινο, κόκκινο σαν το αίμα. Σε λίγο όλο το θολωτό ημισφαίριο πάνω από το κεφάλι του, που θα μπορούσε κάπου αλλού να ονομαστεί ουρανός, γέμισε με αυτό το άρρωστο χρώμα και έμοιαζε πλέον σαν μια τεράστια πληγή. Κοίταξε πάνω του. Έπειτα σήκωσε τα χέρια του και κοίταξε κι αυτά. Ήταν κατάμαυρα και μόνο οι φλέβες και οι αρτηρίες του έμοιαζαν να ξεχωρίζουν, μπλαβιές και άρρωστες, σε αυτό το μαύρο συνοθύλευμα. Τότε συνειδητοποίησε ότι θα μπορούσε επιτέλους να δει το υπόστρωμα στο οποίο περπατούσε. Γύρισε το κεφάλι του και το αντίκρυσε - και αμέσως ευχήθηκε να μην το είχε κάνει.
Ως εκεί που έφτανε η ματιά του υπήρχε μια απέραντη, μαύρη σαν την άβυσσο θάλασσα από κορμιά. Όχι κορμιά - σκιές. Σκιές, απαίσιες καρικατούρες ανθρώπινων σωμάτων που ήταν όλες ενωμένες σε ένα ενιαίο σώμα από την μέση και κάτω και το μόνο που ξεχώριζε από αυτές ήταν ο κορμός, τα χέρια και το κεφάλι τους. Τα πρόσωπά τους ήταν κενά, χωρίς κανένα χαρακτηριστικό, χωρίς μάτια, χωρίς μύτη, χωρίς στόμα. Έμοιαζαν με προπλάσματα, με μικρά αποτυχημένα ειδώλεια από εύπλαστο πηλό που ο δημιουργός τους βαρέθηκε και πέταξε. Τα σκιώδη, απρόσωπα πλάσματα ριγούσαν, χτυπιόντουσαν και αναδιπλώνονταν σε κάθε του βήμα.
Και στην μέση όλης αυτής της πομπικής σκηνής ήταν εκείνο - καθόταν πάνω σε έναν υπερυψωμένο βράχο, μια τραχιά νησίδα που οι σκληρές, ακανόνιστες πλευρές της έκοβαν σαν ξυράφια, μαύρη και αυτή αλλά με το σιχαμερό κόκκινο χρώμα του ουρανού να κολλάει πάνω της και να αναλύεται σε άπειρες  ελαιώδεις αντανακλάσεις. Ναι, πάνω σε αυτήν κοφτερή προεξοχή, μονάχη μέσα στο πέλαγος των σκιών, καθόταν εκείνο. Σαν άρχοντας πάνω από τους υπηκόους του, σαν αυτοκράτορας που ήταν έτοιμος να δώσει το σύνθημα για να αρχίσουν οι μονομαχίες, απρόσωπος και εκείνος, κατασκότεινος, με τις φλέβες του να διαγράφονται σαν τις δικές του μπλαβιές και διογκωμένες, χωρίς φύλο αλλά με ένα γεροδεμένο κορμί, στεκόταν εκεί πάνω θριαμβικά και τον καλούσε. "Έλα... έλα σε μας..."  έλεγε και η πρόσκληση έμοιαζε να εξαπολύεται από όλη του την ύπαρξη. Σε κάθε του κουβέντα ένα ρίγος διέτρεχε τον απέραντο ωκεανό των βασανισμένων όντων. Και τότε κατάλαβε. Ήταν η ίδια η διεστραμμένη θάλασσα που μιλούσε μέσω του άρχοντά της. Μύριες χαντακωμένες φωνές συντονίζονταν και, σαν τον μακρινό απόηχο μιας φουρτούνας, σαν τις Σειρήνες ενός παλιού μύθου, ξεχύνονταν μέσα από τον δεσπότη τους για να έρθουν ως αυτόν, να τον σαγηνέψουν, να τον καλέσουν - να τον παγιδέψουν.
Διαπίστωσε, παγωμένος από τον φόβο, ότι ασυναίσθητα είχε αλλάξει κατεύθυνση στον βηματισμό του και βυθιζόταν ολοένα και παραπάνω στην γλοιώδη αρπάγη της σκιάς. Πάλεψε με τον εαυτό του, έδωσε γροθιές στα πόδια του, ούρλιαξε, αλλά η πορεία του συνέχισε.
Πάνω όμως που είχε απελπιστεί και ήταν έτοιμος να αποδεχτεί την μοίρα του, ένας ξαφνικός και τρομερός σεισμός συντάραξε όλο αυτό το κολασμένο μέρος. Το πλάσμα, οι σκιές, η ακτή, η βραχονησίδα, ο ουρανός - όλα άρχισαν να καταρρέουν, να στροβιλίζονται και να εξαϋλώνονται σε σύννεφα στάχτης. Το όλο θέαμα κράτησε ελάχιστα και σύντομα βρήκε τον εαυτό του να αιωρείται και πάλι στην ανυπαρξία. Χωρίς να βλέπει, να ακούει, να αγγίζει, νιώθοντας μόνο την υπόσταση της ύπαρξής του.
Τότε, σαν να κόπηκε από κάποιο ξυράφι, το απροσδιόριστο παραπέτασμα που τύλιγε το είναι του σχίστηκε και ένα αστραφτερό, λευκό φως ξεχύθηκε σαν μανιασμένος καταρράχτης από την λεπτή αλλά οξύτατη σχισμή. Το φως αυτό δεν γέμιζε τον κενό χώρο, αλλά αντίθετα αναμιγνυόταν μαζί του, παίρνοντας μια γκριζωπή απόχρωση καθώς απλωνόταν όλο και περισσότερο. Αλλά ο ορμητικός φωτεινός χείμαρρος φούσκωσε σύντομα τόσο πολύ που το αρχικό φαιό χρώμα άρχισε πλέον να γίνεται όλο και λευκότερο, όλο και καθαρότερο...
Άρχισε να ξεχωρίζει κάποιες φιγούρες. Να ακούει κάτι παραμορφωμένες φωνές. "Γιατρέ! Γιατρέ!" ακούστηκε σαν μέσα από χοάνη. "Ξύπνησε!" Τώρα η φωνή είχε καθαρίσει αρκετά. Ήταν γυναικεία. Και σύντομα ήρθε η απόκριση. "Ξύπνησε; Αυτό κι αν ήταν ανέλπιστο" αποκρίθηκε μια άλλη φωνή, αντρική.
Χωρίς να μπορέσει να εξηγήσει γιατί, ήταν σίγουρος ότι αναφέρονταν σε αυτόν.

Κεφάλαιο 3 - Η αφύπνιση

Άνοιξε αργά τα βλέφαρά του αλλά τα μάτια του τον έτσουξαν τόσο πολύ που τα ξαναέκλεισε αμέσως. "Κατεβάστε λίγο τα στόρια, αδελφή" ακούστηκε ξανά η βαριά ανδρική φωνή. Ακούστηκε ο ήχος του κλεισίματος και τότε ξανάνοιξε με κόπο τα ματοτσίνορά του. Και πάλι υπέφερε, αλλά τώρα μπορούσε να το αντέξει. Σιγά σιγά άρχισαν να σταθεροποιούνται διάφορες μορφές γύρω του. Το μέχρι πρότινος ναρκωμένο μυαλό του αργούσε να αντιληφθεί τί είναι τί, αλλά τελικά το κατάφερνε. Ήταν ξαπλωμένος. Από πάνω του ήταν το υπόλευκο ταβάνι. Δεξιά και αριστερά υπήρχαν διάφορες συσκευές, παλμογράφοι, όργανα καταγραφής και παρακολούθησης. Είδε τα χέρια του και ήταν διασωληνωμένα και συνδεδεμένα με ορό. Ένιωσε όλο του το σώμα, κάθε του οπή εκτός από τους ακουστικούς πόρους και το στόμα του να είναι διασωληνωμένα. Τέλος κοίταξε μπροστά του. Μια πατρική φιγούρα με πλούσια γενειάδα καθόταν στον πόδα του κρεβατιού, ντυμένη στα άσπρα. Λίγο πιο πίσω του, κοιτώντας με περιέργεια, καθόταν μια επίσης ασπροφορεμένη στρουμπουλή νεαρή κυρία. Ήταν ολοφάνερα γιατρός και νοσοκόμα.
Και αυτός ήταν ο ασθενής.
"Κύριε Σινόπουλε" είπε ο γενειοφόρος γιατρός με μια χαμηλότονη, αλλά ζεστή και εγκάρδια φωνή. "Είμαι ο δόκτωρ Ανεμάκης. Είμαστε ευτυχείς που είστε κοντά μας. Μετά από τόσο καιρό φροντίδας και όταν άρχισαν πλέον να εξανεμίζονται οι ελπίδες μας, έγινε το εκπληκτικό κι επανήλθατε. Είστε πολύ γενναίος κύριε Σινόπουλε... κύριε Αντώνη" πρόσθεσε προσπαθώντας να γίνει πιο φιλικός προς τον ταλαιπωρημένο ασθενή του. "Μμμμ..." πήγε να πει κάτι ο Αντώνης αλλά ο λαιμός του τον πόνεσε τόσο πολύ που σταμάτησε προς στιγμήν την προσπάθειά του. Σάλια άρχισαν να τρέχουν από το στόμα του. Η νοσοκόμα έσπευσε να του τα σκουπίσει. Αυτή της όμως η κίνηση τον εκνεύρισε για κάποιο λόγο τόσο πολύ, τον έκανε να σιχαθεί που ήταν τελείως ανήμπορος, που αγνοώντας τον πονόλαιμό του που τον έκανε να νιώθει σαν να καταπίνει τριμμένα γυαλιά, έβαλε όλη του την δύναμη και ψέλλισε τρεις λέξεις. "Τι... μου ... σ... συνέβη;" κατάφερε να πει και ύστερα έκλεισε απότομα τα ξερά υποκίτρινα χείλη του, εξαντλημένος από την προσπάθεια. Ο γιατρός τον κοίταξε άξαφνα βλοσυρά. "Είστε σίγουρος ότι θέλετε να το ακούσετε αυτό τώρα; Ίσως θα έπρεπε..." άρχισε να εξηγεί αλλά το έντονο βλέμμα του Αντώνη τον έκοψε. Ο Ανεμάκης αντάλλαξε μια ματιά γεμάτη νόημα με την νοσοκόμα κι έπειτα είπε "όπως θέλετε. Είχατε ένα δυστύχημα, κύριε Αντώνη. Ένα πολύ, πολύ σοβαρό δυστύχημα. Συγκρουστήκατε πλαγιομετωπικά με ένα πολλαπλάσιας του πρώην αυτοκινήτου σας μάζας φορτηγό. Είναι θαύμα το ότι επιβιώσατε. Διεκομισθήκατε εδώ, αναίσθητος. Από καλή συγκυρία παραμείνατε αρτιμελής, εν τούτοις όμως σοβαρότατες κακώσεις στον αυχένα και την σπονδυλική σας στήλη καθώς και κρανιοεγκεφαλικά τραύματα σας άφησαν παράλυτο από τον λαιμό και κάτω" Ο Αντώνης είδε να επιβεβαιώνεται αυτό που είχε ήδη ψυλλιαστεί όταν προτοαντίκρυσε τον εαυτό του τρυπημένο από όλα αυτά τα σωληνάκια. Η απόγνωση ζωγραφίστηκε στο μέχρι πρώτινος ανέκφραστο πρόσωπό του και δάκρυα ανέβηκαν στα κατάξερα ματόκλαδά του.
"Αλλά δεν είναι μόνο αυτό" αναστέναξε ο γιατρός. Τώρα που είχε αρχίσει, είπε να τα ξεράσει όλα, να του φύγει και αυτουνού το άγχος. Δεν είναι μόνο αυτό; σκέφτηκε παραδομένος ο Αντώνης. Υπάρχει και χειρότερο; "Κύριε Αντώνη" είπε τώρα ο γιατρός με μια βαθιά, επιβλητική φωνή. "Ήσασταν, για πάνω από πέντε χρόνια, σε κώμα."

Read more...

Η ΦΑΣΗ ΓΗΣ - ΣΕΛΗΝΗΣ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΥΣ (ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ) ΤΥΠΟΥΣ...

ΠΟΣΟΙ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΤΕΛΙΚΑ ΕΔΩ ΜΕΣΑ;

Powered By Blogger
Powered By Blogger
Powered By Blogger

  © Blogger templates Romantico by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP