Η τελευταία συγχορδία
>> 24/5/10
Το κεφάλι του πονούσε τρομερά. Ο αυχένας του ήταν πιασμένος, τα δάχτυλά του άκαμπτα, τα ματόκλαδά του ξερά και τσιμπλιασμένα και στο στόμα είχε μια ταγκή και στιφή γεύση. Μην έχοντας ακόμα συνέλθει τελείως από τον άσχημο ύπνο και το ακόμα πιο άσχημο ξύπνημά του, τεντώθηκε για να ξεμουδιάσει. Εκείνη την στιγμή άγγιξε με την ανάστροφη του χεριού του κάτι λείο και απαλό και τότε συνειδητοποίησε την ολόγυμνη κοπέλα που κοιμόταν ήσυχα δίπλα του. Γάμησέ τα... σκέφτηκε. Ελπίζω τουλάχιστον να θυμήθηκα να φορέσω προφυλακτικό.
Με το ζόρι ανασηκώθηκε, έτριψε τα μάτια του και ανακάθισε στην άκρη του στρώματος, κοιτάζοντας γύρω του. Δεν ήταν στο σπίτι του. Ο χαμός από πεταμένα ρούχα κι εσώρουχα και κάτι στολισμένες με πούλιες χειροπέδες - χειροπέδες; - μαρτυρούσαν ότι, αν μη τι άλλο, το προηγούμενο βράδυ είχε γίνει εκεί το σώσε.
Ένα τρυφερό χέρι τον χάιδεψε στην πλάτη. Ο Λεωνίδας γύρισε και είδε την γκομενίτσα, αγουροξυπνημένη, να του χαμογελάει με νόημα. "Θα φύγεις;" τον ρώτησε. "Εεεε, μάλλον ναι" απάντησε και σιγά σιγά, κοιτάζοντάς την, άρχισαν να του επανέρχονται στο μυαλό τα γεγονότα της νύχτας που είχε περάσει... το τέλος της εξεταστικής, η έξοδος με την παρέα στην Παραλιακή, το μεθύσι, η γνωριμία, το πρώτο φιλί, το δεύτερο κι έπειτα η φυγή με την μηχανή του και μαζί της κι ο ερχομός του στην Καλαμαριά.
Ο Λεωνίδας είχε πάντα παράξενο μεθύσι. Έπινε του κερατά αλλά παρ'όλ'αυτά την ίδια νύχτα ούτε ζαλιζόταν, ούτε τα έχανε, ούτε του ερχόταν να ξεράσει - για αυτό άλλωστε μπορούσε και να οδηγήσει χωρίς πρόβλημα. Μετά όμως από τον ύπνο... είχε ένα κεφάλι σκέτο καζάνι. "Μωρό μου, πρέπει πραγματικά να την κάνω" ξαναείπε βλέποντας ότι η κοπέλα, που μόλις θυμήθηκε ότι την έλεγαν Στέλλα, είχε μισοσηκωθεί, αφήνοντας το σεντόνι να πέσει από πάνω της και αποκαλύπτοντας δύο υπέροχα στήθη, μια σφιχτή κοιλίτσα και μια μέση δαχτυλίδι, όπου φορούσε μία από εκείνες τις λεπτές αλυσίδες που τόσο του άρεσαν. Αλλά δεν έμεινε πιστός στον λόγο του. Ήταν πολύ όμορφη για να της αντισταθεί. Την αγκάλιασε, τρύγησε άπληστα τα χείλη της και ξάπλωσε και πάλι μαζί της.
Το ήξερε, το ένιωθε, πως το φταίξιμο ήταν όλο δικό του. Δεν ήταν δυνατόν να είχαν πρόβλημα οι πάντες και τα πάντα γύρω του. Μάλλον αυτός είχε το πρόβλημα και αντιμετώπιζε τις καταστάσεις στην ζωή του βλέποντάς τις υπό ένα στραβό πρίσμα. Κάπου, κάποτε, είχε διαβάσει πως αυτά ήταν τα πρώτα σημάδια της κατάθλιψης. "Λες;" μονολόγησε, και την ίδια στιγμή χαμογέλασε πικρά. Αυτό μας έλειπε, αναλογίστηκε. Εδώ ο κόσμος καίγεται κι εγώ έχω το θράσος να παθαίνω κατάθλιψη; Λεωνίδα, σύνελθε. Παράτα τα περί κατάθλιψης και τις παρόμοιες μαλακίες. Απλά περνάς μια περίεργη φάση... που ξέρεις, μπορεί και να'ναι σημαδιακό. Ίσως περιμένεις κάτι, μια αλλαγή στην ζωή σου, κάτι, κάτι, κάτι...
Χαμένος καθώς ήταν στην αυτολύπηση και την αυτοεπίπληξή του, μόλις που πρόλαβε να αποφύγει έναν πεζό που διέσχιζε μια διάβαση. Αλαφιασμένος συνειδητοποίησε ότι είχε περάσει με κόκκινο κι ευλογούσε την τύχη του που, αν μη τι άλλο, δεν διέσχιζε καμιά διασταύρωση με κάθετα διερχόμενα οχήματα.
Είχε ήδη ανεβεί προς την Εγνατία αλλά το συνειδητοποιούσε κι ο ίδιος πως ήταν αρκετά θολωμένος για να οδηγήσει. Φαινόταν να παραπαίει κι αυτό τον τρόμαζε. Δεν ήταν το χθεσινοβραδινό μεθύσι - οι όποιες παρενέργειές του είχαν περάσει εδώ και αρκετή ώρα. Όχι, κάτι άλλο δυσκόλευε τις αντιδράσεις του και μείωνε την αντίληψή του. Αποφάσισε να στρίψει στην Εθνικής Αμύνης, να παρκάρει κάπου κοντά στην Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών και να πάρει έναν από εκείνους τους έτοιμους ψευτοκαφέδες από κάποιο περίπτερο. Έπειτα ξεκίνησε περπατώντας για να αράξει στην παραλία, στο πάρκο γύρω από τον Λευκό Πύργο, για να απολαύσει την υπέροχη θέα του λιμανιού και προκειμένου να αναζωογονηθεί από τον ζεστό μαγιάτικο μεσημεριανό ήλιο - ώσπου να νιώσει αρκετά νηφάλιος για να συνεχίσει τον δρόμο του προς τα δυτικά και το σπίτι του.
Η παραλία ήταν, ως συνήθως, γεμάτη από κόσμο. Ζευγαράκια πιασμένα χέρι χέρι, αθλητικοί τύποι που γυμνάζονταν με τζόκινγκ, παρέες που έκαναν την βόλτα τους με το ποδήλατο, άλλοι και άλλες που απλά άραζαν ή κατευθύνονταν προς κάποια καφετέρια, ακόμα κι εκείνοι οι δύσμοιροι φοιτητές με κάτι παράξενα όργανα σαν τηλεσκόπια και κρατούντες μετροταινίες και βέργες, που κάθονταν μέσα στην ζέστη και μετρούσαν, μετρούσαν, μετρούσαν - ένας γνωστός του είχε πει ότι είτε σπούδαζαν Πολιτικοί Μηχανικοί είτε Τοπογράφοι και ότι αυτά ήταν γεωδαιτικά όργανα που χρησιμοποιούσαν για εργασίες τους. Ο Λεωνίδας δεν είχε ιδέα τί στο διάολο σήμαινε "γεωδαιτικό όργανο" αλλά πάντως, και μόνο που έβλεπε τα παιδιά να ξεφυσάνε από την κούραση και τα νεύρα, τα λυπόταν.
Ευγνωμονώντας την τύχη του που ο Θερμαϊκός είχε μόλις πρόσφατα υποστεί βιολογικό καθαρισμό και δεν βρωμοκοπούσε, ο Λεωνίδας περπατούσε στην σκιά του Λευκού Πύργου ψάχνοντας κανένα μέρος της αρεσκείας του για να κάτσει. Προχωρώντας, έπεσε η ματιά του σε ένα περίεργο τύπο που καθόταν εκεί κοντά. Κοντοστάθηκε για να τον παρατηρήσει καλύτερα. Στην ηλικία φαινόταν ελάχιστα μεγαλύτερος από τον ίδιο - αυτό το μαρτυρούσε το καθαρό, αρυτίδωτο πρόσωπό του, με το ηλιοκαμένο δέρμα και τα πυκνά, μακριά, σκληρά αλλά καλοφροντισμένα μούσια του τα οποία, όπως και τα μαλλιά του, ήταν καστανόξανθα στο χρώμα της καμένης καραμέλας. Τα χαρακτηριστικά του ήταν όμορφα, αρρενωπά, αλλά και κάπως ξένα και αλλόκοσμα, με ίσια μύτη, ψηλά ζυγωματικά, μυτερό και θεληματικό πηγούνι και σκουρόχρωμα χείλη. Το χτένισμά του ήταν περίπλοκο και περίτεχνο - τα μαλλιά του ήταν ελαφρώς σπαστά, μακριά και πιασμένα με χαμηλό κότσο, εν τούτοις όμως στις άκρες του μετώπου του και γύρω από τα αυτιά του είχε κάτι μικρές και σφιχτές τζίβες, διακοσμημένες με μεταλλικά πρόσθετα. Στα αυτιά είχε τόσους πολλούς κρίκους που ο Λεωνίδας απόρησε πώς δεν τον πονούσαν με το βάρος τους.
Το ντύσιμό του ήταν απλό, λιτό κι εμφανώς ταλαιπωρημένο. Φορούσε μια απλή σκουροπράσινη μακό κοντομάνικη μπλούζα με μεγάλη λαιμουδιά, που άφηνε να διαφανεί το καλογυμνασμένο του στήθος και τα γραμμομένα του μπράτσα, ένα πολυφορεμένο και σκισμένο σε αρκετές μεριές τζιν και ένα ζευγάρι πάνινα αθλητικά παπούτσια που φαίνονταν πως είχαν καταπιεί πολλά χιλιόμετρα. Το ντύσιμό του πρόδιδε κάποιον που είχε περιπλανηθεί πολύ και αμέσως ο Λεωνίδας σκέφτηκε πως ίσως ήταν ένας από εκείνους τους ρομαντικούς παλαβιάρηδες βορειοευρωπαίους που γυρνούσαν όλον τον κόσμο με τα πόδια, μαζεύοντας λεφτά από υπαίθρια events και συναυλίες και κοιμώμενοι όπου βρουν. Αλλά αυτοί είχαν ένα γενικά πολυκαιρισμένο παρουσιαστικό - ενώ εκείνος εκεί, αν εξαιρούσε κανείς τα ρούχα του, φαινόταν φροντισμένος και ανανεωμένος, σαν ηθοποιός που μόλις είχε φωτογραφηθεί για αφίσα ταινίας.
Όλη αυτήν την ώρα ο Λεωνίδας τον κοιτούσε απορροφημένος και αρκετά ενοχλητικά. Εκείνος όμως δεν τον είχε αντιληφθεί, καθώς ήταν απασχολημένος με το να βγάλει μια κιθάρα από μια ακουμπισμένη δίπλα του θήκη και να την κουρδίσει. Με το που τέντωσε όμως και την τελευταία χορδή, γύρισε απότομα και τον κοίταξε. Και ήταν το βλέμμα του τόσο έντονο, τόσο γεμάτο δύναμη, που ο Λεωνίδας αθέλητα πισωπάτησε. Τα μάτια του ήταν μελιά στο χρώμα του κεχριμπαριού, μεγάλα, βαθιά, γεμάτα. Αν και ποτέ δεν πρόσεχε τέτοιες λεπτομέρειες - ούτε καν στις γυναίκες, πόσο μάλλον σε άντρες! - ο Λεωνίδας ένιωσε, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το γιατί, ότι αυτά τα μάτια είχαν δει πάρα πολλά. Περισσότερα από όσα θα μπορούσε να δει σε μια ζωή ένας άνθρωπος. Ήταν μάτια που έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με το υπόλοιπο νεανικό παρουσιαστικό του, πλήρη από σεβάσμια σοφία, εμπειρία, γνώσεις και έκρυβαν ανεξιχνίαστα αποθέματα από κάθε είδους συναίσθημα - χαρά, λύπη, συμπόνοια, μίσος, οργή.
Έχοντας χαθεί μέσα στο μαγνητικό εκείνο βλέμμα, μόλις που άκουσε τον αινιγματικό άγνωστο να τον καλεί. "Έλα. Άμα θες, έλα κάτσε δίπλα μου." Η ζεστή, βαθιά, πλούσια σε συχνότητες φωνή του ξύπνησε τον Λεωνίδα από τον λήθαργό του. "Εεεεε... ναι. Να έρθω. Ναι, γιατί όχι;" απάντησε ο νεαρός, προσπαθώντας να μην φαίνεται σαν κανένα σαστισμένο πεντάχρονο. Αλλά στον δρόμο του προς το φαρδύ πέτρινο παγκάκι όπου καθόταν ακίνητος ο παράξενος ξένος, στραβοπάτησε κι αισθάνθηκε ακόμα πιο ηλίθιος. Όταν επιτέλους κατάφερε να καθίσει γύρισε και κοίταξε δίπλα του τον κιθαρίστα. Εκείνος χαμογελούσε, χωρίς κακεντρέχεια αλλά μάλλον με συγκατάβαση και συμπάθεια. "Εχμ - μ. Πριν, εεεε... σε παρατηρούσα που κούρδιζες την κιθάρα σου" είπε ο Λεωνίδας, θέλοντας κάπως να δικαιολογηθεί που καθόταν σαν το ξόανο και κοιτούσε τον άγνωστο άνθρωπο λες και ήταν έκθεμα σε ζωολογικό κήπο. "Αλήθεια!" απάντησε ο άγνωστος. Από κοντά το βλέμμα του ήταν ακόμα πιο έντονο αλλά παραδόξως ο Λεωνίδας τώρα το άντεχε παραπάνω, λες και είχε συνηθίσει στην περίεργη επίδρασή του. "Είσαι κι εσύ μουσικός; Παίζεις κάποιο όργανο;" ρώτησε με ενδιαφέρον. "Εγώ; Μπααα. Δεν το έχω ψάξει πολύ με την μουσική. Ούτε προτιμάω κάποιο συγκεκριμένο είδος, ακούω ό,τι παίξει το ραδιόφωνο. Αλλά με ευχαριστεί να κάθομαι σε παρέες που κάποιος παίζει κιθαρίτσα ή μπουζουκάκι ή κάτι άλλο" αποκρίθηκε ο Λεωνίδας, ο οποίος είχε στο μεταξύ και τελείως ασυναίσθητα πιει μονορούφι το ρόφημά του. "Τότε, δεν θα έχεις αντίρρηση να παίξω ένα κομμάτι κι εγώ" είπε ο μουσάτος, συμπληρώνοντας "εσύ θα μου δώσεις να καταλάβω ποιό." Όταν όμως ο Λεωνίδας άρχισε να του προτείνει καναδυό κομμάτια, ο οργανοπαίχτης τον διέκοψε λέγοντας "όχι, όχι. Δεν εννοώ αυτό. Θέλω να μου δώσεις ένα θέμα για να παίξω. Κάποια δυνατή ανάμνηση, ένα έντονο συναίσθημα, μια επίμονη σκέψη." Κι ενώ ο Λεωνίδας άρχισε να σκέφτεται ότι ο τύπος ήταν μάλλον λιγάκι παλαβός, θυμήθηκε εκ παραδρομής το πρωινό σεξ με την όμορφη Στέλλα. "Θαυμάσια!" αναφώνησε ο ξένος. "Η σεξουαλική ένωση! Συνηθισμένο, αλλά πάντα από τα καλύτερα θέματα. Ωραία λοιπόν. Ετοιμάσου."
Και τότε ο κιθαρίστας έπαιξε.
Στην στιγμή ο Λεωνίδας άρχισε να στροβιλίζεται, να υψώνεται, να πετάει προς μια απροσδιόριστη κατεύθυνση. Ήταν ολόγυμνος και γύρω του δεν υπήρχε τίποτα, παρά μια αστραφτερή λευκόχρυση δίνη που τον παρέσερνε. Πίσω και ανάμεσα από τις πτυχές της δεν ξεχώριζε κανένα αντικείμενο, παρά μόνο υπήρχε ένα εκτυφλωτικό φως, λες και βρισκόταν στην επιφάνεια του 'Ηλιου. Ήταν τόσο τρομαγμένος και σοκαρισμένος που άρχισε να ουρλιάζει, αν και ήταν σίγουρος πως κανείς δεν θα τον άκουγε.
Ξαφνικά όμως η πορεία του ανακόπηκε και βρέθηκε ξαπλωμένος πάνω σε μια απροσδιόριστη λευκή ύλη, απαλή και άνετη. Λίγες στιγμές μετά συνειδητοποίησε πως ήταν πάνω σε ένα στρώμα. Ένα στρώμα τεράστιο, μεγάλο σαν γήπεδο, σκεπασμένο με ουρανό και στην μέση μιας παραλίας, τόσο κοντά στην θάλασσα που τα κύματα έσκαζαν στις παρυφές του. Αλλά δεν ήταν μόνος. Πάνω στο στρώμα, γύρω από το στρώμα κι ερχόμενες προς το στρώμα υπήρχαν αμέτρητες ολόγυμνες καλλονές. Ο Λεωνίδας είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό, όταν με ορισμένες ματιές αντιλήφθηκε το αδιανόητο. Ανάμεσα στις καλλονές υπήρχαν παλιές του αγάπες, γνωστές, φίλες, κορίτσια που είχε προσέξει στον δρόμο, αλλά και μοντέλα, τραγουδίστριες, pornstars... ναι, το είχε καταλάβει. Οι αμέτρητες αυτές θηλυκές υπάρξεις ήταν μία προς μία όλες οι γυναίκες με τις οποίες είχε ποτέ κάνει σεξ, είχε ερωτευθεί ή είχε φαντασιωθεί. Τον κοίταζαν όλες με απροσμέτρητο πόθο, έτοιμες να τον ξετινάξουν. Και μόλις η ταχύτατή του στύση έκανε την εμφάνισή της, του όρμηξαν.
Ήταν λες και το Σύμπαν είχε σκιστεί στα δύο. Ό,τι είχε ποτέ φαντασιωθεί, ό,τι τον άναβε, ό,τι πρόστυχο και ανώμαλο του ερχόταν ή του είχε ποτέ έρθει στο μυαλό, το έκανε. Με όλες και ταυτόχρονα. Ήταν ένας με κάθε γυναικείο κορμί κολλημένο με το δικό του, αλλά την ίδια στιγμή χωρισμένος σε μύρια κομμάτια, μύριους εαυτούς και χαιρόταν την καθεμιά ξεχωριστά. Πρωταγωνιστούσε σε ένα όργιο αποκλειστικά για τον εαυτό του. Οι οργασμοί που είχε ήταν συνεχείς και διαδοχικοί, ο ένας μετά τον άλλον, ασταμάτητοι, χωρίς να χάνει την στύση του, και όσο πήγαιναν και αυξάνονταν σε διάρκεια κι ένταση. Ολόγυρα ακούγονταν εκκωφαντικά αναστεναγμοί ηδονής, οργασμικές κραυγές και προστυχόλογα από τις αμέτρητες γυναίκες που βρίσκονταν εκεί μόνο για αυτόν, για κάθε του βίτσιο, για κάθε του χατήρι.
Όλο αυτό κράτησε μια στιγμή, μια ζωή, μια αιωνιότητα. Ξαφνικά όμως, σκοτάδι σκέπασε τα μάτια του, η αίσθηση του στρώματος, των γυναικείων κορμιών και της ολοκλήρωσης χάθηκαν, οι φωνές σίγησαν και μια αίσθηση σαν παγωμένο νερό κατέβηκε από τους κροτάφους στον αυχένα κι έπειτα στην σπονδυλική του στήλη. Βρέθηκε πάλι να πετάει, να στροβιλίζεται, να χάνεται. Και με το που επανήλθε η όρασή του, είδε πως βρισκόταν ξανά στο παγκάκι στην σκιά του Λευκού Πύργου, να κοιτάζει τον αινιγματικό ξένο με το ακόμα πιο αινιγματικό χαμόγελο.
Άφησε μια κραυγή και πετάχτηκε από το παγκάκι, εκσφενδονίζοντας ασυναίσθητα το άδειο κουτάκι από το ρόφημά του. Τον είχε λούσει ιδρώτας, έτρεμε κι ένιωθε πως τα γόνατά του δεν τον βαστούσαν. "Τι... τι... αυτό..." τραύλισε και κοίταξε γύρω του, για να σιγουρευτεί ότι δεν βρισκόταν ακόμα καταμεσής του τεράστιου στρώματος, παρέα με όλες τις γυναίκες που είχε ποτέ ποθήσει. "Μην ψάχνεις αυτό που είδες κι έζησες" είπε ο άγνωστος. "Το έζησες μόνο εσύ... και, όσο κι αν σου φάνηκε ότι διήρκεσε, στην πραγματικότητα κράτησε όσο χρόνο χρειάστηκε και ο άνεμος για να σβήσει τον ήχο της συγχορδίας μου" συνέχισε, και η βαθιά του φωνή είχε μια περίεργα κατευναστική επίδραση στην υστερία που είχε πιάσει τον Λεωνίδα. Ηρεμώντας, συμμάζεψε τα θρυμματισμένα κομμάτια της λογικής του και κατάφερε να ψελλίσει "εσύ.. εσύ... Ποιός είσαι;"
Ο ξένος πήρε μια ανεξιχνίαστη έκφραση. "Είμαι αυτός που είμαι. Δεν έχω όνομα, γιατί το όνομα χρησιμεύει για να ξεχωρίσει ένα άτομο από το σύνολο των ομοίων του υπάρξεων. Ενώ εγώ... είμαι μοναδικός." Βλέποντας ότι ο Λεωνίδας δεν καταλάβαινε τίποτα, συνέχισε "εν τούτοις, και πιο πολύ για την ψυχική ηρεμία των ανθρώπων, έχω γίνει γνωστός με διάφορες ονομασίες. Στην Μεσοποταμία με λέγανε Νάμπου. Στην Βαβυλώνα με φώναζαν Ενλίλ. Στην Αίγυπτο, Αθώρ. Στην Ελλάδα, Απόλλωνα..." "Σταμάτα!" τον διέκοψε απότομα ο Λεωνίδας, που είχε πλέον πειστεί ότι ο ξένος ήταν θεότρελος και ότι παράσερνε και τον ίδιο στην τρέλα του. "Τι μου λες τώρα; Ότι είσαι κάποιος θεός;" Ο ξένος φάνηκε για πρώτη φορά απηυδησμένος. "Να, για αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν επέμεινα στο να ονοματίσω τον εαυτό μου. Εσείς οι άνθρωποι έχετε την κακή συνήθεια να εγκολπίζετε σε στεγανά κατώτερης αντίληψης ό,τι ξεφεύγει από τα όρια και τις δυνατότητές σας - πράγμα που σας εμποδίζει να διευρύνετε τους νοητικούς σας ορίζοντες ώστε να συμπεριλάβετε την νέα υπερβατική γνώση που σας προσφέρεται. Τι να πω... περίμενα ότι μετά από τόσες χιλιάδες δικά σας ηλιακά χρόνια θα είχατε προοδεύσει ως φυλή σε κάποια πράγματα." Ο Λεωνίδας τα είχε πλήρως χαμένα. "Τί είναι αυτά που λες; Τι διάολο, πρώτα μου μιλάς λες και υπήρξες κάποιος αρχαίος θεός και ύστερα νιώθω ότι συζητάω με τον Ε.Τ. Εγώ, το μόνο που καταλαβαίνω και βλέπω, είναι ένας περίεργος τύπος, που καθώς έπαιξε την κιθάρα του είδα μια παραίσθηση. Αυτό πώς το έκανες;" Το πρόσωπο του ξένου φωτίστηκε. "Αχά! Επιτέλους, κάτι αρχίζεις και πιάνεις! Η εμπειρία, φίλε μου. Η εμπειρία είναι η μόνη πραγματική γνώση. Για όλα τα υπόλοιπα, υπάρχουν μόνο υποθέσεις, παρατηρήσεις, σκέψεις και θεωρίες. Καλά είναι και αυτά, αλλά λειτουργούν μόνο σαν υποκατάστατα της πραγματικότητας... μέχρι να φτάσει κάποιος στο κατάλληλο νοητικό επίπεδο ώστε τα υποκατάστατα να αντικατασταθούν με πραγματικά συναισθητικά γεγονότα... με άλλα λόγια, νέες εμπειρίες." Σταμάτησε για να διαπιστώσει την εντύπωση που έκαναν τα λόγια του και, βλέποντας πως ο Λεωνιδας είχε μείνει άφωνος, συνέχισε "υπάρχει μια υπερκόσμια αλήθεια. Τα πάντα είναι Μουσική. Ακόμα και όσα δεν συλλαμβάνονται από την αίσθηση που εσείς οι άνθρωποι ονομάζετε ακοή. Η Μουσική, όπως και τα παιδιά της, ο Ρυθμός, η Αρμονία, η Δυσαρμονία, η Σύνθεση και τόσα άλλα, είναι οι κινητήριες δυνάμεις του Είναι. Αποτελούν τον Ιστό των Συμπάντων, το Πλέγμα των Διαστάσεων, την συνέχεια της ασυνέχειας, την πληρότητα του κενού. Είναι η ύλη, η ενέργεια, η δομή και η αποδόμηση. Όλα έχουν την δικιά τους μουσική. Και η Μουσική βρίσκει την καλύτερή της έκφραση, το ευρύτερο ηχοχρωματικό της πεδίο, στην σπανιότερη και συνάμα πολυτιμότερη πτυχή του Είναι. Την Νόηση."
Ο Λεωνίδας είχε ζαλιστεί από το λογύδριο του μουσάτου. Η κάτι παραπάνω από στοιχειώδης καλλιέργεια και μελέτη που είχε κάνει περί τελεολογικών και άλλων θεωρειών και φιλοσοφημάτων του επέτρεψε να αντιληφθεί πάνω σε ποιό πλαίσιο μιλούσε ο ξένος, αλλά και πάλι, η όλη εμπειρία του φαινόταν εξωπραγματική. Αλλά αν και ο ορθολογισμός του, του έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου και του επίτασσε να την κάνει όπως όπως και να πάει κάπου ήσυχα για να ξεράσει, μήπως και τον πείραξε άσχημα αυτή η αηδία που είχε πιει μονοκοπανιά, η αίσθηση της περιπέτειας και της περιέργειας που είχε από μικρός, όταν είχε πρωτοαρχίσει να εξερευνά με την τσακαλοπαρέα του τα πάρκα της Πολίχνης μήπως και ανακαλύψει κανένα αιμοδιψές τέρας, επικράτησε πάνω του. Και αποφάσισε να παίξει το παιχνίδι του παράξενου αγνώστου. "Έστω" είπε, φανερά πιο ήρεμος. "Δεν καταλαβαίνω ακριβώς ποιός ή τι είσαι. Αλλά ας δεχτώ ότι είσαι πράγματι αυτός που λες. Τι ήρθες να κάνεις εδώ; Γιατί είσαι άντρας και όχι γυναίκα; Κι εγώ τί ρόλο βαράω; Και μην ξεχάσουμε ότι, πέρα από ό,τι είπες, εγώ και πάλι θα πρέπει να σε φωνάζω με κάποιο όνομα." Ο ξένος έδειχνε να το διασκεδάζει. "Εντάξει λοιπόν... άμα είναι τόσο σημαντικό για εσένα, μπορείς να με λες Τζέρι. Έτσι με είχε φωνάξει μια μισομεθυσμένη κοπέλα που με είχε δει κάποτε στο Manhattan, όταν έπαιξα για αυτήν μια συγχορδία, στην εμπειρία της οποίας ήταν λεπτή σαν σκελετός - και το χαιρόταν όσο τίποτε άλλο. Τί να πω... ίσως της θύμιζα κάποιον. Το όνομα πάντως μου φάνηκε διασκεδαστικό. Κατά τα άλλα, το ότι είμαι άντρας είναι τυχαίο. Επέλεξα να φαίνομαι όπως φαίνομαι καθαρά με βάση την διάθεσή μου. Άλλωστε στο ανθρώπινο παρελθόν και όσο είχα μείνει στην Γη, υπήρξα και γυναίκα. Θυμάμαι κάποτε..." "Καλά, καλά", είπε ο Λεωνίδας. "Δεν μου απάντησες όμως στο σημαντικότερο. Τί δουλειά έχεις εδώ και τί σχέση έχει με εμένα. Α, και κάτι άλλο! Πώς στο καλό διάβασες την σκέψη μου! Το κάνεις και τώρα, ενόσω μιλάμε;" "Λεωνίδα, φίλε μου" είπε ο ξένος και άφησε σέκο τον Λεωνίδα, που δεν του είχε πει το όνομά του, "δεν με έστειλε κάποιος ούτε είμαι αντιπρόσωπος κάποιας εξωγήινης φυλής, αν αυτό σκέφτεσαι - παρεμπιπτόντως, εξωγήινες φυλές που αλωνίζουν το δικό σας Σύμπαν προς εύρεση άλλων νοημόνων φυλών δεν έχουν ακόμα επισκεφτεί την Γη, αλλά να τις αναμένετε οσονούπω. Ούτε είμαι εδώ για κάποιον άλλο λόγο πέρα από το ότι είμαι πράγματι εδώ. Η αιτιότητα του γεγονότος καθορίζεται από το γεγονός της αιτιότητας. Ομοίως βρίσκεσαι κι εσύ εδώ, μαζί μου και μου μιλάς, γιατί πολύ απλά δεν θα μπορούσες να βρίσκεσαι αλλού. Δεν είναι θέμα μοίρας ή κάτι άλλο - το από πριν προαποφασισμένο και προκαθορισμένο από κάποια απροσδιόριστη αρχή γεγονός είναι μια ανοησία και μισή, ένα λογικό σφάλμα, μια φρούδα ψευτοελπίδα που είναι αποκλειστικό δημιούργημα της ανθρώπινης φυλής. Εσύ δημιούργησες μόνος σου το γεγονός και την αιτιότητα - παιδιά της Μουσικής και τα δύο - και πράγματι, να'σαι." Οι νοητικές ακροβασίες του Τζέρι άρχισαν να προκαλούν πονοκέφαλο στον Λεωνίδα. Ο μουσικός το κατάλαβε και άλλαξε ύφος, λέγοντας "φτάνουν όμως αυτά. Με ρώτησες αν διαβάζω τις σκέψεις σου. Αυτό δεν γίνεται. Μια διάνοια, είτε μοναχική είτε ως μέλος μιας συλλογικότητας, είναι απόλυτα αυτόνομη και κανένας δεν έχει το δικαίωμα να την σκαλίζει - χωρίς την άδεια της, έστω. Έτσι και πριν, αντιλήφθηκα την σκέψη σου μόνο επειδή μου το επέτρεψες... πράγμα που μπορείς να το ξανακάνεις, αν θες να παίξω κάτι άλλο για εσένα".
Ο Λεωνίδας τρέναρε το μυαλό του, όταν πρόσεξε με την άκρη του ματιού του ένα περιστεράκι που φτερούγισε εκεί κοντά. Αυθόρμητα σκέφτηκε ότι πετάει.
Και πράγματι, πέταξε.
Τα μάτια του δάκρυζαν από την ταχύτητα και το ψύχος που θα έπρεπε να του ταλαιπωρεί τα πνευμόνια το αισθανόταν σαν δροσιά. Ήταν και πάλι γυμνός και είτε άπλωνε τα χέρια και τα πόδια του είτε τα κρατούσε σφιχτά κολλημένα σον κορμό του, δεν είχε καμιά επίπτωση στην ταχύτητά του. Από κάτω του, σύννεφα. Πυκνά, ολόλευκα, χρυσαφιά, ροδοκόκκινα, πορτοκαλί, μπλε. Ολόγυρά του, ένας βαθυγάλαζος ουρανός και στα αριστερά του ένας τεράστιος Ήλιος, που δέσποζε στο στερέωμα σαν τρομερός και πανίσχυρος αυτοκράτορας. Απότομα, έκανε μια βουτιά, τρύπησε τα απαλά νέφη και βρέθηκε ξάφνου μέσα σε μια βρώμικη θολούρα. Μια θολούρα που παραμόρφωνε την όρασή του, που ενοχλούσε με την δυσωδία της την ευαίσθητη μύτη του, που την ένιωθε να κολλάει πάνω στο δέρμα του σαν άπλυτο ρούχο. Χαμήλωσε λίγο πιο πολύ, ξεφεύγοντας από την βρωμιά, όταν το τοπίο από κάτω του φάνηκε γνωστό. Και πράγματι, κατάλαβε πού ήταν μερικά δευτερόλεπτα αργότερα. Βρισκόταν πάνω από την Θεσσαλονίκη.
Να ο Λευκός Πύργος, το Μακεδονία Palace, ο Ναυτικός Όμιλος. Στα αριστερά και αρκετά πιο μακριά το Δημαρχείο - του φαινόταν ακόμα πιο εκτρωματικά τυχαίο από ψηλά - και το Βυζαντινό Μουσείο. Έστριψε, οδεύοντας προς τα βόρεια. Είδε την Αγίου Δημητρίου, το Καυταντζόγλειο, την Τριανδρία και τα σύνορα της Άνω Τούμπας. Πέρασε από τα πρώην αναδασωμένα κατώτερα όρια του Σέιχ Σου και κατευθύνθηκε προς τον Χορτιάτη. Κάτω του οι άνθρωποι μυρμήγκιαζαν και χαμηλώνοντας ακόμα περισσότερο είδε πως πολλοί φώναζαν κι έδειχναν σαστισμένοι και τρομαγμένοι προς το μέρος του.
Ήταν η απόλυτη αίσθηση της ελευθερίας. Τίποτα δεν τον περιόριζε, δεν τον ισοπέδωνε, δεν τον αιχμαλώτιζε. Η πληρότητα, η συγκίνηση και η ανάταση που ένιωθε ήταν συγκλονιστικές. Μα πριν προλάβει να ξεχάσει την ανθρώπινη και φυσιολογικά γαντζωμένη στο έδαφος υπόστασή του, πριν παραδοθεί τελείως στο χάδι του αγέρα, πριν απολαύσει ένα τρυφηλό και νωχελικό ξάπλωμα σε κάποιο σγουρό συννεφάκι, η αίσθηση της παγωνιάς που είχε ξανανιώσει ξεχύθηκε πάλι στο ανώτερο νευρικό του σύστημα. Και βρέθηκε πάλι να κάθεται δίπλα στον Τζέρι.
Αυτήν την φορά αισθάνθηκε πιο ήπια την μετάβασή του στην πραγματικότητα - ίσως ήταν και περισσότερο προετοιμασμένος για αυτό. "Ήταν απίθανο!" αναφώνησε ενθουσιασμένος. Ο Τζέρι χασκογέλασε. "Ω ναι, φαίνεται πως σου άρεσε πολύ. Εμπρός, σκέψου και κάτι άλλο. Ό,τι θες." Ο Λεωνίδας σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί αυτήν την ανέλπιστη ευκαιρία και στρώθηκε να σκεφτεί ό,τι ανεκπλήρωτο, ανικανοποίητο και υποβόσκον είχε κατά νου. Ανέλπιστα όμως, του ήρθε στο μυαλό ένα ντοκιμαντέρ που είχε δει πρόσφατα και αναφερόταν στο απάνθρωπο έθιμο της κλειτοριδεκτομής στην Σομαλία και άλλες χώρες της Αφρικής. Αυτή του η σκέψη φαίνεται πως ήταν πολύ δυνατότερη από όλες τις άλλες την δεδομένη χρονική στιγμή και κυριάρχησε στο συνειδητό του. Ο Τζέρι τον κοίταξε και είπε "αφού το θέλεις λοιπόν. Αλλά μου φαίνεται πως θα υποφέρεις." Και πριν προλάβει να του πει να σταματήσει, ο κιθαρίστας έπαιξε την συγχορδία του και ο Λεωνίδας παρασύρθηκε σε μια ακόμα δίνη, μόνο που αυτή ήταν σκοτεινή, με ένα αρρωστημένο καφεκόκκινο χρώμα που λες και επιτιθόταν στις κόρες των ματιών και του τις διαπερνούσε σαν πυρωμένη βελόνα. Αγωνιώντας, έκλεισε σφιχτά τα μάτια του.
Όταν τα ξανάνοιξε, είδε μια αρκετά ψηλή και στρουμπουλή μαύρη γυναίκα σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπό του, να τον κοιτάει έντονα και να του φωνάζει "Zainab! Zainab! Σύνελθε! Σύνελθε, κορίτσι, τι έπαθες;" Του μιλούσε σε μια γλώσσα που δεν ήταν ελληνική κι όμως την καταλάβαινε. Αλλά προφανώς δεν αναφερόταν στον ίδιο αλλά σε ένα... τι στο διάολο...
Ο Λεωνίδας κοίταξε κάτω και διαπίστωσε με φρίκη πως το σώμα που είχε τα τελευταία 23 χρόνια δεν υπήρχε πια. Το δέρμα του είχε ένα σκούρο σοκολατί χρώμα, τα χέρια και τα πόδια του ήταν μικρά και κοκαλιάρικα και το μικρό του ύψος του έδωσαν να καταλάβει ότι το κορμί του ήταν κορμί παιδιού. Και όχι μόνο αυτό... σηκώνοντας με μια ξαφνική διαίσθηση το μακρύ πολύχρωμο καφτάνι που φορούσε, διεπίστωσε με μια κραυγή πως είχε αιδοίο.
Και τότε ήρθε η συνειδητοποίηση. Συνέδεσε την τωρινή του - της - κατάσταση με την τελευταία σκέψη που έκανε πριν παίξει ο Τζέρι την αλλόκοσμη συγχορδία του. Είδε ολόγυρά της μαζεμένες γυναίκες, όλες μεγαλύτερες στα χρόνια από αυτήν, άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο. Οι πιο ηλικιωμένες είχαν στυλωμένο το βλέμμα τους έξω από τα παράθυρα της πλίνθινης τρώγλης μέσα στην οποία βρίσκονταν, με ένα ελαφρό μειδίαμα στα παχιά τους χείλη. Οι υπόλοιπες την κοίταζαν ψυχρά. Ανάμεσά τους ξεχώρισε την μητέρα της, την Deega, τις αδελφές της, την Hibo, την Zahra και την Ge Mo'o, όλες μεγαλύτερες από την ίδια, και αρκετές από τις ξαδέλφες της. Είχαν όλες μαζευτεί εκεί και περίμεναν. Περίμεναν να έρθει η ώρα της Zainab.
Από έξω ερχόταν ένας χαλασμός από ουρλιαχτά, βογγητά και πνιχτά κλάματα. Μόλις αυτά σίγησαν, η Deega γύρισε και της είπε "σειρά σου." Και η Zainab κατάλαβε αμέσως τί ακριβώς θα της έκαναν.
Ευθύς όρμησε προς την πόρτα προσπαθώντας να ξεφύγει αλλά οι ξαδέλφες της, ίσως συνηθισμένες σε τέτοιου είδους αντιδράσεις, ήταν πιο γρήγορες. Μία την έπιασε σφιχτά από την μέση και άλλες δύο από τα πόδια. Η Zainab σκουντούφλησε κι αιχμαλωτίστηκε, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Αν και ήξερε ότι πλέον δεν μπορούσε να ξεφύγει, άρχισε να στριφογυρίζει, να χτυπιέται, να κλωτσάει, να δαγκώνει και να φωνάζει. Με τίποτα όμως δεν ξέφευγε από την δυνατή λαβή των ευτραφών ξαδελφών της. "Ζιζάνιο ε;" είπε μια γριά στην Deega. "Όπως βλέπεις" είπε εκείνη επιτιμητικά. "Θα της περάσει όμως. Είναι κάτι που πρέπει να γίνει. Όλες το κάναμε στα εννιά μας χρόνια ακριβώς" πρόσθεσε, εισπράττοντας τα επιδοκιμαστικά μουρμουρητά των υπολοίπων γυναικών. "Είθε να αντέξει όπως οι τρεις αδελφές της" συμπλήρωσε κοιτάζοντας με περηφάνεια τα υπόλοιπα κορίτσια της και προξενώντας τις ακόμα πιο βίαιες αντιδράσεις της Zainab, που θυμήθηκε ότι στο ντοκιμαντέρ που είχε δει ως Λεωνίδας υπήρχαν και μαρτυρίες συγγενών κοριτσιών που είχαν πεθάνει κατά την διάρκεια της επέμβασης.
Προσπάθησαν να την σύρουν έξω από την καλύβα, μάταια όμως. Έτσι την πήραν σηκωτή. Εκείνη ούρλιαζε τόσο δυνατά που ένιωθε ότι τα πνευμόνια της θα σπάσουν, αλλά του κάκου. Κανείς και καμιά δεν έδινε σημασία ούτε έδειχνε οίκτο. Την μετέφεραν κάτω από τον ζεστό απογευματινό ήλιο, μέσα από κάτι ψηλούς και φουντωτούς θάμνους και κοντά σε μια γριά, που έδειχναν να της φέρονται με μεγάλο σεβασμό κι εκτίμηση. Αυτή εξέταζε το κομμάτι από ξυράφι που κρατούσε και είπε "μπααα. Στόμωσε." Χωρίς άλλη κουβέντα το πέταξε χάμω, έχωσε το χέρι της σε ένα ταγάρι που κρεμόταν από την μέση της κι έβγαλε ένα άλλο ξυράφι. Το κοίταξε καλά καλά, το έφτυσε και το σκούπισε στην ποδιά της. Στην συνέχεια είπε στην Deega "την εμπόδισες να πιεί νερό ή γάλα την προηγούμενη νύχτα; Για να μην χρειαστεί να ουρήσει για μερικές ώρες." "Βεβαίως" είπε η Deega κι έδωσε στην κόρη της να δαγκώσει μια ρίζα δέντρου. Η Zainab την έφτυσε και βάλθηκε να συνεχίζει το ουρλιαχτό και το κλάμα, αν και εμφανώς καταβεβλημένη και κουρασμένη από τον τόση ώρα απέλπιδο θρήνο της. "Αφού έτσι θέλει..." είπε η ξεδοντιάρα γερόντισσα και της έκλεισε με ένα μαντήλι τα μάτια, δένοντάς το σφιχτά και μπλέκοντας τον κόμπο με τα μαλλιά της. Στην συνέχεια, η μάνα της της έκλεισε το στόμα, δύο χειροδύναμες γυναίκες που κάθονταν παραδίπλα της έπιασαν το στήθος και άλλες δύο της άρπαξαν τα πόδια, ανοίγοντάς τα.
Την επόμενη στιγμή η Zainab ένιωσε να της κόβουν την σάρκα. Τα μάτια της πετάχτηκαν από τις κόγχες τους και η ανάσα της κόπηκε. Ο πόνος ήταν τόσο αφόρητος, τόσο οξύς, τόσο αβάσταχτος που της έφερε εμετό, της παρέλυσε τα γόνατα κι έκανε το κορμάκι της να τραντάζεται ανεξέλεγκτα. Για μερικά φρικιαστικά δευτερόλεπτα, άκουγε τον πνιχτό ήχο της λεπίδας που πριόνιζε πέρα δώθε την μικροσκοπική, κοριτσίστικη κλειτορίδα της, σέρνοντάς την σε ένα μαρτύριο χωρίς νόημα, λογική και ουσία, σε ένα πόνο που εξαπλωνόταν σε όλο της το σώμα σαν να κυλούσε στις φλέβες της όχι αίμα αλλά καυτό μάγμα, σε μια ζωή όπου θα δοκίμαζε αγωνία, δυσκολία και βάσανο κατά την ούρηση και την έμμηνο ρύση της και πλήρη αναισθησία κατά την διάρκεια των σεξουαλικών επαφών της. Με το που τελείωσε η γριά το φριχτό έργο της, η Zainab έκανε ήδη εμετό πάνω της, στα ρούχα της, στα χέρια που την κρατούσαν. Στην συνέχεια της έβγαλαν το μαντήλι και είδε τί της είχαν κάνει. Είδε την αιματοβαμμένη και ακρωτηριασμένη της ήβη, είδε το κατακρεουργημένο της αιδοίο και την έπιασε μια σκοτοδίνη. Λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις της, πρόλαβε να αντιληφθεί να της δένουν σφιχτά τα πόδια. Ύστερα, σκοτάδι.
Μετά από ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, ένιωσε φως να ξεδιαλύνει την όρασή του, ζεστασιά να ανακουφίζει τα μέλη του και μια γλυκιά απουσία πόνου. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του και είδε και πάλι μπροστά του τον Τζέρι, να τον κοιτάζει με υγρά μάτια και μια έκφραση σκληρής συμπόνοιας. Αν και ακόμα σοκαρισμένος, αναστέναξε με ανακούφιση και ψηλάψισε το σώμα του. Ναι, ήταν και πάλι ο Λεωνίδας. Ο κορμός του, τα μπράτσα του, τα πόδια του, ήταν όλα δικά του. Με εντεινόμενο άγχος έπιασε και τα αχαμνά του, όπου διαπίστωσε με ευχαρίστηση πως ήταν αντρικά, τα ίδια που ήξερε και είχε από την αυγή της ζωής του - και ήταν στην σωστή τους θέση.
"Τι φρίκη ήταν αυτή" σφύριξε και ο Τζέρι βιάστηκε να πει "πρέπει να προσέχεις τί σκέφτεσαι. Η συναίσθηση που αντιλαμβανόμαστε εγώ και η κιθάρα μου μπορεί να λειτουργήσει καμιά φορά αντίθετα από το αναμενόμενο ή απρόβλεπτα, όπως τώρα, που δεν ήσουν ένας απλός μάρτυρας στον ακρωτηριασμό της Zainab αλλά η ίδια η Zainab." "Ε; Κι εσύ πώς ξέρεις ποιός και τί ήμουν;" βιάστηκε να παρατηρήσει ο νεαρός. Ο Τζέρι απέφυγε να απαντήσει. Αντ' αυτού κάρφωσε το βλέμμα του μέσα στα μάτια του Λεωνίδα. "Οι σκοποί που πρέπει να εξυπηρετηθούν είναι καμιά φορά απροσδόκητοι. Αλλά και η ανάγκη για πραγμάτωση ακατανίκητη." Σταμάτησε και παρατήρησε το μπερδεμένο πρόσωπο του Λεωνίδα. "Ξέρεις, μπορείς να παίξεις κι εσύ αν θέλεις." "Μα δεν ξέρω να παίζω" ανταπάντησε ο Λεωνίδας, που του φάνηκε ύποπτη η παραίνεση του αινιγματικού ξένου. "Κι όμως ξέρεις" είπε ο Τζέρι. "Όλοι ξέρουν" πρόσθεσε και του έδωσε την κιθάρα. Μόλις ο Λεωνίδας την πήρε στα χέρια του, οι χορδές αναδεύτηκαν, ταλαντώθηκαν κι έγιναν καπνός. Ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του από αυτό το καινούριο θαύμα, άκουσε τον κιθαρίστα να τον συμβουλεύει "βάλε το ένα χέρι σου στην ταστιέρα - τον λαιμό της κιθάρας. Ύστερα, με το άλλο απλώς... παίξε." "Και τι θα συμβεί; Θα νιώσεις εσύ κάτι;" Ο Τζέρι χαμογέλασε, αλλά το πρόσωπό του ήταν άτεγκτο. "Εγώ πάντα νιώθω αυτό που είναι να νιώσω. Είμαι ένα, εγώ και η κιθάρα μου. Δεν είναι αυτή φορέας κάποιας κοσμικότητας, ούτε εγώ κάποιας άλλης, αλλά και οι δύο μαζί. Όμως παίξε." Ο Λεωνίδας βρήκε και πάλι ακαταλαβίστικα τα μυστηριώδη του λόγια, αλλά είχε πάρει την απόφασή του. Έβαλε στην τύχη το αριστερό του χέρι στην άδεια ταστιέρα και με το δεξί έκανε σαν να ρίχνει μια πενιά.
Σχεδόν αμέσως ένιωσε μια θανατερή παγωνιά σε όλο του το σώμα, ένα θολό παραπέτασμα να καλύπτει τα μάτια του, τα άκρα του να κοκαλώνουν. Τα πνευμόνια του αγωνιούσαν να πάρουν ανάσα, αλλά το διάφραγμά του δεν ανταποκρινόταν στην αγωνία τους. Η καρδιά του σφίχτηκε. Τινάχτηκε για λίγο, ψυχορράγησε κι έπειτα... τίποτα. Κοίταξε γύρω του και είχε νυχτώσει. Αστέρια δεν έβλεπε εξαιτίας της φωτορύπανσης - η παραλία ήταν κατάφωτη και γεμάτη από κόσμο - αλλά το φεγγάρι ήταν λαμπερό και γεμάτο. Γύρισε και είδε τον Τζέρι να τον κοιτάζει με βλέμμα τόσο έντονο, που ήταν λες και τα μάτια του φώτιζαν σαν φάρος σε κάποιο σκοτεινό λιμάνι. Του έδωσε συγχισμένος την κιθάρα λέγοντας "τι στο καλό ήταν αυτό; Ένιωσα μια απαίσια αίσθηση, σαν... σαν να πνιγόμουν. Και ύστερα, ανοίγω τα μάτια μου και διαπιστώνω πως βράδιασε μέσα σε ένα δευτερόλεπτο! Τι παιχνίδι παίζεις;" "Δεν ήταν ένα δευτερόλεπτο. Ήταν πράγματι ώρες ολόκληρες. Γιατί η συγχορδία που έπαιξες ήταν τόσο ισχυρή, που ο ήχος της άργησε πολύ να σβήσει." "Μα εγώ δεν κατάλαβα τίποτα. Ούτε που έχω ξαναπιάσει κιθάρα στα χέρια μου! Τι διάολο συγχορδία έπαιξα;" "Δεν κατάλαβες τίποτα γιατί μετά την αρχική αίσθηση του πνιγμού, του παγώματος, βυθίστηκες στην ανυπαρξία. Γιατί αυτή η συγχορδία που έπαιξες ήταν η συγχορδία του θανάτου." "Τ.. του ποιού;" "Του θανάτου" απάντησε ο Τζέρι ψυχρά. "Του δικού σου θανάτου."
Ο Λεωνίδας τινάχτηκε από το παγκάκι και χωρίς ανάσα άρχισε να φεύγει τρέχοντας, δίχως να ρίξει ματιά πίσω του και νιώθοντας το παγωμένο βλέμμα του Τζέρι να του καρφώνει την πλάτη. Ο τρόμος του έτρωγε τα σωθικά και το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν να φύγει όσο το δυνατόν μακρύτερα από τον σατανικό κιθαρίστα, που τον πότισε με ψευδαισθήσεις, τον νάρκωσε με οράματα κι έπειτα τον παρέσυρε στην παγίδα του. Μια παγίδα και μια τιμωρία που δεν ήξερε γιατί τα άξιζε. Η λογική του, το εύθραυστο οικοδόμημα του κόσμου του και ο τόσο πολύτιμος ορθολογισμός του τον είχαν εγκαταλείψει. Μετά από όσα είχε δει, από όσα είχε νιώσει και ζήσει, ήταν έτοιμος να πιστέψει τα πάντα. Δεν ήξερε αν ο θάνατος που είχε βιώσει για λίγο, υπό την απόκοσμη επίδραση της κιθάρας, θα τον έβρισκε σε μερικά λεπτά, σε μια εβδομάδα ή σε εβδομήντα χρόνια. Ήξερε απλά ότι το ένστικτο της επιβίωσής του ούρλιαζε μέσα στο κεφάλι του, λέγοντάς του μία και μόνη λέξη: φύγε.
Στην τσέπη του, το κινητό του χτυπούσε - και μάλιστα εδώ και αρκετή ώρα. Ποιός ξέρει πόσες κλήσεις και από ποιόν έγιναν καθ'όλη την διάρκεια της ημέρας. Αλλά αυτό λίγο τον ενδιέφερε. Έχοντας αποσυνδέσει το μυαλό από το σώμα του όρμησε χωρίς να σκεφτεί για να διασχίσει τρέχοντας την Λεωφόρο Μεγάλου Αλεξάνδρου. Άκουσε μια κόρνα, ένα ανατριχιαστικό στρίγκλισμα φρένων και μέσα σε μια απειροελάχιστη στιγμή κατάλαβε τί είχε κάνει. Σήκωσε ασυναίσθητα τα χέρια του για να προστατευτεί κι έκλεισε σφιχτά τα μάτια του.
Όταν τα ξανάνοιξε είδε έκπληκτος ότι το αμάξι που θα τον σκότωνε ακαριαία είχε σταματήσει. Όχι, δεν είχε σταματήσει. Είχε παγώσει. Τα πάντα γύρω του είχαν παγώσει, λες και κάποιος είχε πατήσει το pause σε ένα υπερκόσμιο τηλεχειριστήριο. Οι πεζοί είχαν μείνει μετέωροι πάνω στα βήματά τους, τα πουλιά κρεμόντουσαν άτονα στον αέρα, τα μικροσκουπίδια που είχε παρασύρει ο άνεμος ακίνητα στην πορεία τους, τα αυτοκίνητα κοκαλωμένα πάνω στις ρόδες τους, η έκφραση του οδηγού του μοιραίου αμαξιού παγωμένη μέσα στο σάστισμά της.
Ο Λεωνίδας ένιωθε να τον εγκαταλείπουν οριστικά τα λογικά του. Εκείνη την στιγμή όμως, άκουσε μια βαθιά και ζεστή φωνή από πίσω του να λέει "ξέρεις, πρέπει να απολογηθώ." Γύρισε και είδε τον Τζέρι. Τρελός από λύσσα όρμησε καταπάνω του, για να τον χτυπήσει, να τον γρονθοκοπήσει, να τον πνίξει, να του κάνει κάτι τέλος πάντων που θα εκτόνωνε το μίσος του. Αλλά όσο και να έτρεχε, ο Τζέρι δεν πλησίαζε. Κοίταξε τα πόδια του και είδε ότι ναι μεν έτρεχε, αλλά δεν είχε σαλέψει ούτε χιλιοστό από το σημείο που βρισκόταν. Αποκαμωμένος, σταμάτησε. "Μπάσταρδε! Πουτάνας γιε!" ούρλιαξε ασθμαίνοντας. "Γιατί με παγίδεψες έτσι; Ε; Γιατί ρε μουνόπανο; Τί σου έκανα; Τί σου έφταιξα;" έκραξε με απόγνωση, βρίσκοντας μια στιγμιαία ανακούφιση στις βρισιές που εκτόξευε. Ο Τζέρι πάντως παρέμεινε μειλίχιος. "Όπως είπα, πρέπει να απολογηθώ. Είναι αλήθεια ότι σου έστησα μια παγίδα. Αλλά είσαι εσύ που έπεσες μέσα σε αυτήν. Εσύ, που ήθελες άπληστα να δοκιμάσεις όλους τους πειρασμούς της Μουσικής. Εσύ, που οδήγησες τον εαυτό σου σε αυτήν την κατάσταση. Και όλα άρχισαν από την στιγμή που δέχτηκες την πρόσκλησή μου." Ο Λεωνίδας ωρυόταν. "Μα γιατί; Γιατί εγώ;" Ο Τζέρι προχώρησε ένα βήμα και είπε "δεν υπάρχει γιατί. Η αιτιότητα του γεγονότος είναι, όπως σου είπα, το ίδιο το γεγονός. Είσαι εσύ γιατί δεν θα μπορούσε να είναι κανείς άλλος. Για αμέτρητες ζωές ανθρώπων τριγυρνώ στους κόσμους, γνωρίζοντας όλα τα όντα, λογικά και μη, και μελετώ την αντίληψή τους πάνω στην Μουσική - παρακολουθώντας την αλληλεπίδρασή τους πάνω στην διακύμανσή Της... και παράλληλα νιώθοντάς την κι εγώ μαζί τους. Γιατί εγώ από μόνος μου δεν νιώθω τίποτα. Είμαι απλά ένας παρατηρητής, ένας δίαυλος, ένας συλλέκτης εμπειριών, ένα δοχείο που δεν είναι άδειο και που παρ'όλ'αυτά δεν γεμίζει ποτέ. Υπηρετώ την Μουσική και αυτή υπηρετεί τον Εαυτό της μέσα από εμένα. Γιατί εγώ είμαι μόνο μια έκφανση της Μουσικής, τόσο παλιός όσο κι εκείνη και όμως μόνο ένα μέρος της, ένα από τα παιδιά της. Εγώ, είμαι η Συγκίνηση." Φτάνοντας πάνω από τον Λεωνίδα που τώρα είχε γονατίσει και κλαψούριζε σιγανά, του χάιδεψε το κεφάλι και συνέχισε "όμως κουράστηκα. Για πρώτη φορά από την αρχή της Συνειδητότητας ένιωσα να λυγίζω από το βάρος της ύπαρξής μου. Και για πρώτη φορά ζήλεψα ένα τετελεσμένο ον. Είστε πολύ ενδιαφέρουσα ράτσα εσείς οι άνθρωποι. Ατελέστατοι, περιορισμένης αντίληψης κι ευφυίας αλλά πολυπλοκότατοι στις συναισθηματικές σας επιπλοκές. Έχετε τεράστια βαρίδια που σας κρατούν πίσω - τον φόβο, το μίσος, την αδικία και την καταπίεση προς την φύση και την ίδια σας την φυλή. Αλλά άμα τα αποδιώξετε, άμα απελευθερωθείτε, μπορείτε να επιτύχετε θαυμαστή εναρμόνιση με την Μουσική, εναρμόνιση που φυλές αφάνταστα πιο εξελιγμένες από εσάς μόλις άρχισαν να ψυχανεμίζονται... κι αυτός είναι ο λόγος που σας διάλεξα." "Μας διάλεξες;" ρώτησε ο Λεωνίδας γευόμενος τα αλμυρά του δάκρυα. "Ναι. Για να πάρει ένας από εσάς την θέση μου."
Ο Λεωνίδας έμεινε με το στόμα ανοιχτό. "Και αυτός ένας... μπορεί να είμαι εγώ;" είπε ανακαθίζοντας. "Μπορεί να είσαι κι εσύ, ναι. Αν το θέλεις." "Αν το θέλω;!" ξέσπασε ο νεαρός. "Ώστε έτσι κάνεις εσύ τις προτάσεις σου; Παρασέρνοντας τους άλλους στον θάνατό τους, βάζοντάς τους το μαχαίρι στον λαιμό; Εκβιάζοντάς τους; Μην αφήνοντάς τους άλλη επιλογή;" "Με παρεξήγησες" απάντησε ήρεμα ο Τζέρι. "Η παγίδα που σου έστησα δεν αποσκοπούσε στον θάνατό σου. Απλά με το που σε είδα κατάλαβα ότι η δεκτικότητά σου στην Ροή της Μουσικής ήταν ιδιαιτέρως υψηλή. Για αυτό και σε προσκάλεσα κοντά μου. Όλο μου το σχέδιο αποσκοπούσε στο να γοητευτείς από τις συναισθησιακές εμπειρίες της κιθάρας μου, ώστε να δοκιμάσεις να παίξεις μετά κι εσύ. Το τί έπαιξες όμως... αυτό ήταν δικό σου θέμα. Η κιθάρα επέλεξε να εκφράσει το γεγονός που θα πήγαζε από την δράση της ύπαρξής σου. Όχι υπό την μορφή της μοίρας αλλά υπό την μορφή της αιτιότητας." Ο Λεωνίδας τον κοίταξε κατάματα. "Τί μου ζητάς να κάνω;" ρώτησε παραδομένος. "Τίποτα που να μπορείς να το καταλάβεις τώρα" χαμογέλασε ο γιος της Μουσικής συγκαταβατικά. "Κι αν δεν το κάνω;" ρώτησε, αν και ήξερε ήδη την απάντηση. "Αν δεν το κάνεις; Αν δεν το κάνεις... θα γίνει αυτό που καταχρηστικά διέκοψα τώρα. Αυτό που η αιτιότητα της Μουσικής επέλεξε για να συμβεί." Και με αυτά τα λόγια τον τράβηξε και τον σήκωσε από την θέση του. "Έχεις ένα μερόνυχτο για να το σκεφτείς. Αύριο το βράδυ, τέτοια ώρα, θα σε περιμένω εδώ." Ο Λεωνίδας περπάτησε μαζί με τον Τζέρι πάνω στο πεζοδρόμιο. "Κι αν δεν έρθω;" "Ω, θα έρθεις" του έκλεισε το μάτι ο Τζέρι. "Θα έρθεις." Και με το που το είπε αυτό, ο χρόνος ξεπάγωσε, το αμάξι - προς μεγάλη έκπληξη και ανακούφιση του οδηγού - δεν χτύπησε παρά μόνο αέρα και όλα επανήλθαν στους ρυθμούς τους. Ο Τζέρι γύρισε την πλάτη του στον Λεωνίδα κι έφυγε.
Και ο Λεωνίδας το σκέφτηκε. Περιπλανήθηκε χωρίς σκοπό, μόνος, αμίλητος. Δεν ειδοποίησε ούτε την οικογένειά του, ούτε τους φίλους του, ούτε κανέναν. Ποιό θα ήταν άλλωστε το όφελος; Μήπως θα τον πίστευε κανείς; Περπάτησε στους δρόμους της πόλης, πέρασε μέσα από έρημα στενά, υγρά μονοπάτια και σαραβαλιασμένα κτίρια. Έπειτα καβάλησε την μηχανή του, ανέβηκε το Σέιχ Σου και είδε από το παρατηρητήριο την αυγή. Επέστρεψε στο σπίτι του, αποσύνδεσε κι έσβησε όλα του τα τηλέφωνα και βυθίστηκε μέσα στις αναμνήσεις του. Άκουσε ξανά αγαπημένα τραγούδια - όσο κι αν πάντα έλεγε πως δεν έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση σε κάποιο -, είδε μία ακόμα φορά και ορισμένες ταινίες που του είχαν αφήσει κάτι. Πέρασε το τελευταίο του - από όποια άποψη - 24ωρο βυθομετρώντας τον εαυτό του, αναλογιζόμενος αυτά που ήταν, αυτά που είναι και αυτά που πιθανώς θα μπορούσε να γίνει. Και όταν διεπίστωσε πως η ώρα ζύγωνε, ντύθηκε απλά και ξεκίνησε για την πιο σημαντική συνάντηση της ζωής του.
Φτάνοντας είδε τον Τζέρι να τον περιμένει, γρατζουνώντας την κιθάρα του. "Αποφάσισες" είπε ο Τζέρι. "Ναι" απάντησε ο Λεωνίδας. Και χαμογελώντας, συμπλήρωσε "και ξέρεις τί αποφάσισα." "Ω, ναι" απάντησε με ένα δικό του αστραφτερό χαμόγελο ο κιθαρίστας. Κι εκείνη την στιγμή, ο Τζέρι έπαιξε μία συγχορδία κι ένας τρομερός στρόβιλος γύρω τους άλλαξε το σκηνικό, μετακινώντας πράγματα, ανθρώπους και ζώα. Με το που κόπασε, τα πάντα γύρω απόμειναν στατικά, ακίνητα και ο Λεωνίδας έντρομος συνειδητοποίησε πως μεταφέρθηκαν στην χθεσινοβραδινή σκηνή του παρ'ολίγου θανάτου του. Τα πάντα ήταν ίδια, ακόμα και η γεμάτη έκπληξη έκφραση του οδηγού. "Τί είναι αυτά;" φώναξε πισωπατώντας. "Ηρέμησε. Δεν είναι για σένα. Είναι για μένα" είπε ο κιθαρωδός και μετά έδωσε την κιθάρα στα χέρια του Λεωνίδα. Με μιας, οι χορδές της εξαφανίστηκαν και πάλι.
Ο Τζέρι προχώρησε, παίρνοντας την θέση του νεαρού μπροστά από το διερχόμενο αμάξι. "Γιατί το κάνεις αυτό;" ρώτησε ο Λεωνίδας. "Για να διαφυλάξω την Ισορροπία" απάντησε η αποκαθηλωμένη Συγκίνηση. "Εδώ έπρεπε να τελειώσει μια ζωή. Έπρεπε να περάσει στην ανυπαρξία, ώστε άλλες Δυνάμεις του κόσμου να συνεργαστούν με την Μουσική και να προχωρήσουν στην κηδεμονία μιας διάνοιας που θα αναχωρήσει για ανώτερα επίπεδα συνειδητότητας. Μην στενοχωριέσαι, φίλε μου. Το θέλω αυτό. Το θέλω όσο τίποτα άλλο. Η ανακούφιση της λησμονιάς, η ευδαιμονία της μη - ύπαρξης, η γεύση της ελευθερίας... ω ναι, πιστεύω ότι μετά από τόσο καιρό μου αξίζουν." Σταμάτησε για να σκουπίσει ένα δάκρυ που κύλισε από το μάτι του. "Όχι πως δεν θα μου λείψουν όλα αυτά... ή ότι αυτό που κάνω έχει ξανασυμβεί σε όλη την μη - γραμμική Ιστορία του Είναι. Αλλά έτσι είμαι εγώ, παρορμητικός. Αλλιώς τι σόι Συγκίνηση θα ήμουν;" Ξερόβηξε και πρόσθεσε "να ξέρεις πως θα μαζέψεις εμπειρίες που ούτε μπορείς τώρα να διανοηθείς." Ο Λεωνίδας βυθίστηκε στην σιωπή για λίγες στιγμές κι έπειτα του είπε "πάντως, Τζέρι... η απόφαση που πήρα δεν είχε καμία σχέση με το γεγονός ότι θα αντιμετώπιζα τον θάνατό μου. Μετά από αυτά που πέρασα... αυτό ήταν το λιγότερο. Δεν φοβόμουν να πεθάνω." "Ε εντάξει, για να πούμε την αλήθεια, ίσως και να φοβόσουν λίγο" απάντησε πονηρά ο Τζέρι και με ένα εγκάρδιο γέλιο έκλεισε το μάτι στον Λεωνίδα. Εκείνος του απάντησε με ένα γέλιο εξίσου πηγαίο και την επόμενη στιγμή η κίνηση του Κόσμου αποκαταστάθηκε. Το αμάξι δεν προσέκρουσε στον Τζέρι, αλλά διήλθε από μέσα του, τον διαπέρασε κι εκείνος διαλύθηκε σε αμέτρητους φωτεινούς, χρυσούς και ασημένιους κόκκους που εκτινάχτηκαν σε όλη την γύρω περιοχή, λαμπύρισαν δημιουργώντας μια φωταψία ανάλογη του ημερήσιου φωτός και ύστερα τρεμόσβησαν και χάθηκαν σαν μετέωρα.
Κι εκείνη την στιγμή, η κιθάρα του Λεωνίδα απέκτησε ξανά χορδές. Τις δικές του χορδές. Ένιωσε μια θέρμη να τον διαπερνάει, και μέσω αυτού όλη την Πλάση. Το σώμα του φώτιζε με ένα αόρατο και συνάμα εκτυφλωτικό φως. Ξαφνικά, όλα γύρω του, από τα όμορφα σπουργιτάκια έως τις γκρίζες και βρώμικες οικοδομές, απέκτησαν νέα υπόσταση, νεό ρυθμό. Έβλεπε την Μουσική μέσα και γύρω τους. Και όχι μόνο σε αυτά. Έβλεπε την Μουσική μέσα και γύρω από τα Πάντα. Άκουγε, άγγιζε, ένιωθε την ίδια την δομή του Κόσμου, όλων των πραγμάτων ταυτόχρονα και ξεχωριστά. Και μπορούσε να δει τα Αδέλφια του και την Μητέρα του να του χαμογελούν - ανυπόστατοι στην μη - υλικότητά τους αλλά τόσο πραγματικοί στην ύπαρξή τους.
Μπροστά του ξεδιπλώθηκαν Σύμπαντα μέσα σε άλλα Σύμπαντα, κόσμοι πρωτόφαντοι, μυστηριώδεις, που τους ήξερε και όμως δεν τους είχε ανακαλύψει ποτέ. Κόσμοι, που αν και δεν το είχε κουνήσει από το πεζοδρόμιο κοντά στην διάβαση της Λεωφόρου Μεγάλου Αλεξάνδρου, ήταν κιόλας μπροστά του, περιμένοντάς τον σαν γλυκοί πειρασμοί.
Ο Λεωνίδας δεν ήταν πια ο Λεωνίδας. Ήταν ο κλειδοκράτορας, ο γνώστης, αυτός που ρύθμιζε και ταυτόχρονα αντιδρούσε στην αλληλεπίδραση κάθε όντος, κάθε αντικειμένου, κάθε στοιχειώδους σωματιδίου με την αλήθεια της Μουσικής. Ήταν ο μοναδικός, αλλά δεν ήταν μόνος. Ήταν η Συγκίνηση.
Έβαλε την κιθάρα του στον ώμο, διάλεξε τον προορισμό του και κοιτώντας για μια τελευταία φορά το σημείο που η ύπαρξη του Τζέρι είχε τελειώσει, χαμογέλασε.
Ο Λεωνίδας είχε πάντα παράξενο μεθύσι. Έπινε του κερατά αλλά παρ'όλ'αυτά την ίδια νύχτα ούτε ζαλιζόταν, ούτε τα έχανε, ούτε του ερχόταν να ξεράσει - για αυτό άλλωστε μπορούσε και να οδηγήσει χωρίς πρόβλημα. Μετά όμως από τον ύπνο... είχε ένα κεφάλι σκέτο καζάνι. "Μωρό μου, πρέπει πραγματικά να την κάνω" ξαναείπε βλέποντας ότι η κοπέλα, που μόλις θυμήθηκε ότι την έλεγαν Στέλλα, είχε μισοσηκωθεί, αφήνοντας το σεντόνι να πέσει από πάνω της και αποκαλύπτοντας δύο υπέροχα στήθη, μια σφιχτή κοιλίτσα και μια μέση δαχτυλίδι, όπου φορούσε μία από εκείνες τις λεπτές αλυσίδες που τόσο του άρεσαν. Αλλά δεν έμεινε πιστός στον λόγο του. Ήταν πολύ όμορφη για να της αντισταθεί. Την αγκάλιασε, τρύγησε άπληστα τα χείλη της και ξάπλωσε και πάλι μαζί της.
Είχε μεσημεριάσει πλέον όταν κατέβηκε στην μηχανή του. Λίγο πριν βγει από το διαμέρισμά της, τον ρώτησε αν θα της τηλεφωνούσε. Της απάντησε πως θα το κάνει. Αλλά το ήξερε ότι της έλεγε ψέματα.
Ξεκίνησε το δρόμο της επιστροφής του προς την Πολίχνη, έχοντας στο μυαλό του να βουίζουν διάφορα. Είχε περάσει αρκετός καιρός που δεν μπορούσε να στεριώσει σε σχέση. Που ένιωθε ότι πνιγόταν στην προοπτική οποιασδήποτε σοβαρής δέσμευσης, που έμενε ανικανοποίητος από την ανθρώπινη διεπαφή - όχι την σεξουαλική, αλλά την διαδραστική. Δεν ήξερε και ο ίδιος γιατί αισθανόταν έτσι... και το αίσθημα αυτό επεκτεινόταν και στις υπόλοιπες πτυχές της ζωής του. Το διάβασμα για τα τελευταία επί πτυχίω μαθήματα που του είχαν μείνει - τελείωνε Ψυχολογία στο Α.Π.Θ. -, το έκανε με βαριά καρδιά. Την εξεταστική την ένιωσε σαν βαρίδι. Οι ασχολίες του, τα hobbies του, του φαίνονταν κενά και χωρίς νόημα. Η δουλειά του στο net cafe, ανιαρή και σκότωμα χρόνου. Οι βόλτες και οι έξοδοι με τους φίλους του, ακόμα και τους πιο παλιούς και αγαπημένους, επαναλαμβανόμενες και βαρετές. Οι κουβέντες που αντάλλαζε με τους γονείς του, όποτε περνούσε από το σπίτι τους στην Νεάπολη, τυπικές και χλιαρές.Το ήξερε, το ένιωθε, πως το φταίξιμο ήταν όλο δικό του. Δεν ήταν δυνατόν να είχαν πρόβλημα οι πάντες και τα πάντα γύρω του. Μάλλον αυτός είχε το πρόβλημα και αντιμετώπιζε τις καταστάσεις στην ζωή του βλέποντάς τις υπό ένα στραβό πρίσμα. Κάπου, κάποτε, είχε διαβάσει πως αυτά ήταν τα πρώτα σημάδια της κατάθλιψης. "Λες;" μονολόγησε, και την ίδια στιγμή χαμογέλασε πικρά. Αυτό μας έλειπε, αναλογίστηκε. Εδώ ο κόσμος καίγεται κι εγώ έχω το θράσος να παθαίνω κατάθλιψη; Λεωνίδα, σύνελθε. Παράτα τα περί κατάθλιψης και τις παρόμοιες μαλακίες. Απλά περνάς μια περίεργη φάση... που ξέρεις, μπορεί και να'ναι σημαδιακό. Ίσως περιμένεις κάτι, μια αλλαγή στην ζωή σου, κάτι, κάτι, κάτι...
Χαμένος καθώς ήταν στην αυτολύπηση και την αυτοεπίπληξή του, μόλις που πρόλαβε να αποφύγει έναν πεζό που διέσχιζε μια διάβαση. Αλαφιασμένος συνειδητοποίησε ότι είχε περάσει με κόκκινο κι ευλογούσε την τύχη του που, αν μη τι άλλο, δεν διέσχιζε καμιά διασταύρωση με κάθετα διερχόμενα οχήματα.
Είχε ήδη ανεβεί προς την Εγνατία αλλά το συνειδητοποιούσε κι ο ίδιος πως ήταν αρκετά θολωμένος για να οδηγήσει. Φαινόταν να παραπαίει κι αυτό τον τρόμαζε. Δεν ήταν το χθεσινοβραδινό μεθύσι - οι όποιες παρενέργειές του είχαν περάσει εδώ και αρκετή ώρα. Όχι, κάτι άλλο δυσκόλευε τις αντιδράσεις του και μείωνε την αντίληψή του. Αποφάσισε να στρίψει στην Εθνικής Αμύνης, να παρκάρει κάπου κοντά στην Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών και να πάρει έναν από εκείνους τους έτοιμους ψευτοκαφέδες από κάποιο περίπτερο. Έπειτα ξεκίνησε περπατώντας για να αράξει στην παραλία, στο πάρκο γύρω από τον Λευκό Πύργο, για να απολαύσει την υπέροχη θέα του λιμανιού και προκειμένου να αναζωογονηθεί από τον ζεστό μαγιάτικο μεσημεριανό ήλιο - ώσπου να νιώσει αρκετά νηφάλιος για να συνεχίσει τον δρόμο του προς τα δυτικά και το σπίτι του.
Η παραλία ήταν, ως συνήθως, γεμάτη από κόσμο. Ζευγαράκια πιασμένα χέρι χέρι, αθλητικοί τύποι που γυμνάζονταν με τζόκινγκ, παρέες που έκαναν την βόλτα τους με το ποδήλατο, άλλοι και άλλες που απλά άραζαν ή κατευθύνονταν προς κάποια καφετέρια, ακόμα κι εκείνοι οι δύσμοιροι φοιτητές με κάτι παράξενα όργανα σαν τηλεσκόπια και κρατούντες μετροταινίες και βέργες, που κάθονταν μέσα στην ζέστη και μετρούσαν, μετρούσαν, μετρούσαν - ένας γνωστός του είχε πει ότι είτε σπούδαζαν Πολιτικοί Μηχανικοί είτε Τοπογράφοι και ότι αυτά ήταν γεωδαιτικά όργανα που χρησιμοποιούσαν για εργασίες τους. Ο Λεωνίδας δεν είχε ιδέα τί στο διάολο σήμαινε "γεωδαιτικό όργανο" αλλά πάντως, και μόνο που έβλεπε τα παιδιά να ξεφυσάνε από την κούραση και τα νεύρα, τα λυπόταν.
Ευγνωμονώντας την τύχη του που ο Θερμαϊκός είχε μόλις πρόσφατα υποστεί βιολογικό καθαρισμό και δεν βρωμοκοπούσε, ο Λεωνίδας περπατούσε στην σκιά του Λευκού Πύργου ψάχνοντας κανένα μέρος της αρεσκείας του για να κάτσει. Προχωρώντας, έπεσε η ματιά του σε ένα περίεργο τύπο που καθόταν εκεί κοντά. Κοντοστάθηκε για να τον παρατηρήσει καλύτερα. Στην ηλικία φαινόταν ελάχιστα μεγαλύτερος από τον ίδιο - αυτό το μαρτυρούσε το καθαρό, αρυτίδωτο πρόσωπό του, με το ηλιοκαμένο δέρμα και τα πυκνά, μακριά, σκληρά αλλά καλοφροντισμένα μούσια του τα οποία, όπως και τα μαλλιά του, ήταν καστανόξανθα στο χρώμα της καμένης καραμέλας. Τα χαρακτηριστικά του ήταν όμορφα, αρρενωπά, αλλά και κάπως ξένα και αλλόκοσμα, με ίσια μύτη, ψηλά ζυγωματικά, μυτερό και θεληματικό πηγούνι και σκουρόχρωμα χείλη. Το χτένισμά του ήταν περίπλοκο και περίτεχνο - τα μαλλιά του ήταν ελαφρώς σπαστά, μακριά και πιασμένα με χαμηλό κότσο, εν τούτοις όμως στις άκρες του μετώπου του και γύρω από τα αυτιά του είχε κάτι μικρές και σφιχτές τζίβες, διακοσμημένες με μεταλλικά πρόσθετα. Στα αυτιά είχε τόσους πολλούς κρίκους που ο Λεωνίδας απόρησε πώς δεν τον πονούσαν με το βάρος τους.
Το ντύσιμό του ήταν απλό, λιτό κι εμφανώς ταλαιπωρημένο. Φορούσε μια απλή σκουροπράσινη μακό κοντομάνικη μπλούζα με μεγάλη λαιμουδιά, που άφηνε να διαφανεί το καλογυμνασμένο του στήθος και τα γραμμομένα του μπράτσα, ένα πολυφορεμένο και σκισμένο σε αρκετές μεριές τζιν και ένα ζευγάρι πάνινα αθλητικά παπούτσια που φαίνονταν πως είχαν καταπιεί πολλά χιλιόμετρα. Το ντύσιμό του πρόδιδε κάποιον που είχε περιπλανηθεί πολύ και αμέσως ο Λεωνίδας σκέφτηκε πως ίσως ήταν ένας από εκείνους τους ρομαντικούς παλαβιάρηδες βορειοευρωπαίους που γυρνούσαν όλον τον κόσμο με τα πόδια, μαζεύοντας λεφτά από υπαίθρια events και συναυλίες και κοιμώμενοι όπου βρουν. Αλλά αυτοί είχαν ένα γενικά πολυκαιρισμένο παρουσιαστικό - ενώ εκείνος εκεί, αν εξαιρούσε κανείς τα ρούχα του, φαινόταν φροντισμένος και ανανεωμένος, σαν ηθοποιός που μόλις είχε φωτογραφηθεί για αφίσα ταινίας.
Όλη αυτήν την ώρα ο Λεωνίδας τον κοιτούσε απορροφημένος και αρκετά ενοχλητικά. Εκείνος όμως δεν τον είχε αντιληφθεί, καθώς ήταν απασχολημένος με το να βγάλει μια κιθάρα από μια ακουμπισμένη δίπλα του θήκη και να την κουρδίσει. Με το που τέντωσε όμως και την τελευταία χορδή, γύρισε απότομα και τον κοίταξε. Και ήταν το βλέμμα του τόσο έντονο, τόσο γεμάτο δύναμη, που ο Λεωνίδας αθέλητα πισωπάτησε. Τα μάτια του ήταν μελιά στο χρώμα του κεχριμπαριού, μεγάλα, βαθιά, γεμάτα. Αν και ποτέ δεν πρόσεχε τέτοιες λεπτομέρειες - ούτε καν στις γυναίκες, πόσο μάλλον σε άντρες! - ο Λεωνίδας ένιωσε, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το γιατί, ότι αυτά τα μάτια είχαν δει πάρα πολλά. Περισσότερα από όσα θα μπορούσε να δει σε μια ζωή ένας άνθρωπος. Ήταν μάτια που έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με το υπόλοιπο νεανικό παρουσιαστικό του, πλήρη από σεβάσμια σοφία, εμπειρία, γνώσεις και έκρυβαν ανεξιχνίαστα αποθέματα από κάθε είδους συναίσθημα - χαρά, λύπη, συμπόνοια, μίσος, οργή.
Έχοντας χαθεί μέσα στο μαγνητικό εκείνο βλέμμα, μόλις που άκουσε τον αινιγματικό άγνωστο να τον καλεί. "Έλα. Άμα θες, έλα κάτσε δίπλα μου." Η ζεστή, βαθιά, πλούσια σε συχνότητες φωνή του ξύπνησε τον Λεωνίδα από τον λήθαργό του. "Εεεεε... ναι. Να έρθω. Ναι, γιατί όχι;" απάντησε ο νεαρός, προσπαθώντας να μην φαίνεται σαν κανένα σαστισμένο πεντάχρονο. Αλλά στον δρόμο του προς το φαρδύ πέτρινο παγκάκι όπου καθόταν ακίνητος ο παράξενος ξένος, στραβοπάτησε κι αισθάνθηκε ακόμα πιο ηλίθιος. Όταν επιτέλους κατάφερε να καθίσει γύρισε και κοίταξε δίπλα του τον κιθαρίστα. Εκείνος χαμογελούσε, χωρίς κακεντρέχεια αλλά μάλλον με συγκατάβαση και συμπάθεια. "Εχμ - μ. Πριν, εεεε... σε παρατηρούσα που κούρδιζες την κιθάρα σου" είπε ο Λεωνίδας, θέλοντας κάπως να δικαιολογηθεί που καθόταν σαν το ξόανο και κοιτούσε τον άγνωστο άνθρωπο λες και ήταν έκθεμα σε ζωολογικό κήπο. "Αλήθεια!" απάντησε ο άγνωστος. Από κοντά το βλέμμα του ήταν ακόμα πιο έντονο αλλά παραδόξως ο Λεωνίδας τώρα το άντεχε παραπάνω, λες και είχε συνηθίσει στην περίεργη επίδρασή του. "Είσαι κι εσύ μουσικός; Παίζεις κάποιο όργανο;" ρώτησε με ενδιαφέρον. "Εγώ; Μπααα. Δεν το έχω ψάξει πολύ με την μουσική. Ούτε προτιμάω κάποιο συγκεκριμένο είδος, ακούω ό,τι παίξει το ραδιόφωνο. Αλλά με ευχαριστεί να κάθομαι σε παρέες που κάποιος παίζει κιθαρίτσα ή μπουζουκάκι ή κάτι άλλο" αποκρίθηκε ο Λεωνίδας, ο οποίος είχε στο μεταξύ και τελείως ασυναίσθητα πιει μονορούφι το ρόφημά του. "Τότε, δεν θα έχεις αντίρρηση να παίξω ένα κομμάτι κι εγώ" είπε ο μουσάτος, συμπληρώνοντας "εσύ θα μου δώσεις να καταλάβω ποιό." Όταν όμως ο Λεωνίδας άρχισε να του προτείνει καναδυό κομμάτια, ο οργανοπαίχτης τον διέκοψε λέγοντας "όχι, όχι. Δεν εννοώ αυτό. Θέλω να μου δώσεις ένα θέμα για να παίξω. Κάποια δυνατή ανάμνηση, ένα έντονο συναίσθημα, μια επίμονη σκέψη." Κι ενώ ο Λεωνίδας άρχισε να σκέφτεται ότι ο τύπος ήταν μάλλον λιγάκι παλαβός, θυμήθηκε εκ παραδρομής το πρωινό σεξ με την όμορφη Στέλλα. "Θαυμάσια!" αναφώνησε ο ξένος. "Η σεξουαλική ένωση! Συνηθισμένο, αλλά πάντα από τα καλύτερα θέματα. Ωραία λοιπόν. Ετοιμάσου."
Και τότε ο κιθαρίστας έπαιξε.
Στην στιγμή ο Λεωνίδας άρχισε να στροβιλίζεται, να υψώνεται, να πετάει προς μια απροσδιόριστη κατεύθυνση. Ήταν ολόγυμνος και γύρω του δεν υπήρχε τίποτα, παρά μια αστραφτερή λευκόχρυση δίνη που τον παρέσερνε. Πίσω και ανάμεσα από τις πτυχές της δεν ξεχώριζε κανένα αντικείμενο, παρά μόνο υπήρχε ένα εκτυφλωτικό φως, λες και βρισκόταν στην επιφάνεια του 'Ηλιου. Ήταν τόσο τρομαγμένος και σοκαρισμένος που άρχισε να ουρλιάζει, αν και ήταν σίγουρος πως κανείς δεν θα τον άκουγε.
Ξαφνικά όμως η πορεία του ανακόπηκε και βρέθηκε ξαπλωμένος πάνω σε μια απροσδιόριστη λευκή ύλη, απαλή και άνετη. Λίγες στιγμές μετά συνειδητοποίησε πως ήταν πάνω σε ένα στρώμα. Ένα στρώμα τεράστιο, μεγάλο σαν γήπεδο, σκεπασμένο με ουρανό και στην μέση μιας παραλίας, τόσο κοντά στην θάλασσα που τα κύματα έσκαζαν στις παρυφές του. Αλλά δεν ήταν μόνος. Πάνω στο στρώμα, γύρω από το στρώμα κι ερχόμενες προς το στρώμα υπήρχαν αμέτρητες ολόγυμνες καλλονές. Ο Λεωνίδας είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό, όταν με ορισμένες ματιές αντιλήφθηκε το αδιανόητο. Ανάμεσα στις καλλονές υπήρχαν παλιές του αγάπες, γνωστές, φίλες, κορίτσια που είχε προσέξει στον δρόμο, αλλά και μοντέλα, τραγουδίστριες, pornstars... ναι, το είχε καταλάβει. Οι αμέτρητες αυτές θηλυκές υπάρξεις ήταν μία προς μία όλες οι γυναίκες με τις οποίες είχε ποτέ κάνει σεξ, είχε ερωτευθεί ή είχε φαντασιωθεί. Τον κοίταζαν όλες με απροσμέτρητο πόθο, έτοιμες να τον ξετινάξουν. Και μόλις η ταχύτατή του στύση έκανε την εμφάνισή της, του όρμηξαν.
Ήταν λες και το Σύμπαν είχε σκιστεί στα δύο. Ό,τι είχε ποτέ φαντασιωθεί, ό,τι τον άναβε, ό,τι πρόστυχο και ανώμαλο του ερχόταν ή του είχε ποτέ έρθει στο μυαλό, το έκανε. Με όλες και ταυτόχρονα. Ήταν ένας με κάθε γυναικείο κορμί κολλημένο με το δικό του, αλλά την ίδια στιγμή χωρισμένος σε μύρια κομμάτια, μύριους εαυτούς και χαιρόταν την καθεμιά ξεχωριστά. Πρωταγωνιστούσε σε ένα όργιο αποκλειστικά για τον εαυτό του. Οι οργασμοί που είχε ήταν συνεχείς και διαδοχικοί, ο ένας μετά τον άλλον, ασταμάτητοι, χωρίς να χάνει την στύση του, και όσο πήγαιναν και αυξάνονταν σε διάρκεια κι ένταση. Ολόγυρα ακούγονταν εκκωφαντικά αναστεναγμοί ηδονής, οργασμικές κραυγές και προστυχόλογα από τις αμέτρητες γυναίκες που βρίσκονταν εκεί μόνο για αυτόν, για κάθε του βίτσιο, για κάθε του χατήρι.
Όλο αυτό κράτησε μια στιγμή, μια ζωή, μια αιωνιότητα. Ξαφνικά όμως, σκοτάδι σκέπασε τα μάτια του, η αίσθηση του στρώματος, των γυναικείων κορμιών και της ολοκλήρωσης χάθηκαν, οι φωνές σίγησαν και μια αίσθηση σαν παγωμένο νερό κατέβηκε από τους κροτάφους στον αυχένα κι έπειτα στην σπονδυλική του στήλη. Βρέθηκε πάλι να πετάει, να στροβιλίζεται, να χάνεται. Και με το που επανήλθε η όρασή του, είδε πως βρισκόταν ξανά στο παγκάκι στην σκιά του Λευκού Πύργου, να κοιτάζει τον αινιγματικό ξένο με το ακόμα πιο αινιγματικό χαμόγελο.
Άφησε μια κραυγή και πετάχτηκε από το παγκάκι, εκσφενδονίζοντας ασυναίσθητα το άδειο κουτάκι από το ρόφημά του. Τον είχε λούσει ιδρώτας, έτρεμε κι ένιωθε πως τα γόνατά του δεν τον βαστούσαν. "Τι... τι... αυτό..." τραύλισε και κοίταξε γύρω του, για να σιγουρευτεί ότι δεν βρισκόταν ακόμα καταμεσής του τεράστιου στρώματος, παρέα με όλες τις γυναίκες που είχε ποτέ ποθήσει. "Μην ψάχνεις αυτό που είδες κι έζησες" είπε ο άγνωστος. "Το έζησες μόνο εσύ... και, όσο κι αν σου φάνηκε ότι διήρκεσε, στην πραγματικότητα κράτησε όσο χρόνο χρειάστηκε και ο άνεμος για να σβήσει τον ήχο της συγχορδίας μου" συνέχισε, και η βαθιά του φωνή είχε μια περίεργα κατευναστική επίδραση στην υστερία που είχε πιάσει τον Λεωνίδα. Ηρεμώντας, συμμάζεψε τα θρυμματισμένα κομμάτια της λογικής του και κατάφερε να ψελλίσει "εσύ.. εσύ... Ποιός είσαι;"
Ο ξένος πήρε μια ανεξιχνίαστη έκφραση. "Είμαι αυτός που είμαι. Δεν έχω όνομα, γιατί το όνομα χρησιμεύει για να ξεχωρίσει ένα άτομο από το σύνολο των ομοίων του υπάρξεων. Ενώ εγώ... είμαι μοναδικός." Βλέποντας ότι ο Λεωνίδας δεν καταλάβαινε τίποτα, συνέχισε "εν τούτοις, και πιο πολύ για την ψυχική ηρεμία των ανθρώπων, έχω γίνει γνωστός με διάφορες ονομασίες. Στην Μεσοποταμία με λέγανε Νάμπου. Στην Βαβυλώνα με φώναζαν Ενλίλ. Στην Αίγυπτο, Αθώρ. Στην Ελλάδα, Απόλλωνα..." "Σταμάτα!" τον διέκοψε απότομα ο Λεωνίδας, που είχε πλέον πειστεί ότι ο ξένος ήταν θεότρελος και ότι παράσερνε και τον ίδιο στην τρέλα του. "Τι μου λες τώρα; Ότι είσαι κάποιος θεός;" Ο ξένος φάνηκε για πρώτη φορά απηυδησμένος. "Να, για αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν επέμεινα στο να ονοματίσω τον εαυτό μου. Εσείς οι άνθρωποι έχετε την κακή συνήθεια να εγκολπίζετε σε στεγανά κατώτερης αντίληψης ό,τι ξεφεύγει από τα όρια και τις δυνατότητές σας - πράγμα που σας εμποδίζει να διευρύνετε τους νοητικούς σας ορίζοντες ώστε να συμπεριλάβετε την νέα υπερβατική γνώση που σας προσφέρεται. Τι να πω... περίμενα ότι μετά από τόσες χιλιάδες δικά σας ηλιακά χρόνια θα είχατε προοδεύσει ως φυλή σε κάποια πράγματα." Ο Λεωνίδας τα είχε πλήρως χαμένα. "Τί είναι αυτά που λες; Τι διάολο, πρώτα μου μιλάς λες και υπήρξες κάποιος αρχαίος θεός και ύστερα νιώθω ότι συζητάω με τον Ε.Τ. Εγώ, το μόνο που καταλαβαίνω και βλέπω, είναι ένας περίεργος τύπος, που καθώς έπαιξε την κιθάρα του είδα μια παραίσθηση. Αυτό πώς το έκανες;" Το πρόσωπο του ξένου φωτίστηκε. "Αχά! Επιτέλους, κάτι αρχίζεις και πιάνεις! Η εμπειρία, φίλε μου. Η εμπειρία είναι η μόνη πραγματική γνώση. Για όλα τα υπόλοιπα, υπάρχουν μόνο υποθέσεις, παρατηρήσεις, σκέψεις και θεωρίες. Καλά είναι και αυτά, αλλά λειτουργούν μόνο σαν υποκατάστατα της πραγματικότητας... μέχρι να φτάσει κάποιος στο κατάλληλο νοητικό επίπεδο ώστε τα υποκατάστατα να αντικατασταθούν με πραγματικά συναισθητικά γεγονότα... με άλλα λόγια, νέες εμπειρίες." Σταμάτησε για να διαπιστώσει την εντύπωση που έκαναν τα λόγια του και, βλέποντας πως ο Λεωνιδας είχε μείνει άφωνος, συνέχισε "υπάρχει μια υπερκόσμια αλήθεια. Τα πάντα είναι Μουσική. Ακόμα και όσα δεν συλλαμβάνονται από την αίσθηση που εσείς οι άνθρωποι ονομάζετε ακοή. Η Μουσική, όπως και τα παιδιά της, ο Ρυθμός, η Αρμονία, η Δυσαρμονία, η Σύνθεση και τόσα άλλα, είναι οι κινητήριες δυνάμεις του Είναι. Αποτελούν τον Ιστό των Συμπάντων, το Πλέγμα των Διαστάσεων, την συνέχεια της ασυνέχειας, την πληρότητα του κενού. Είναι η ύλη, η ενέργεια, η δομή και η αποδόμηση. Όλα έχουν την δικιά τους μουσική. Και η Μουσική βρίσκει την καλύτερή της έκφραση, το ευρύτερο ηχοχρωματικό της πεδίο, στην σπανιότερη και συνάμα πολυτιμότερη πτυχή του Είναι. Την Νόηση."
Ο Λεωνίδας είχε ζαλιστεί από το λογύδριο του μουσάτου. Η κάτι παραπάνω από στοιχειώδης καλλιέργεια και μελέτη που είχε κάνει περί τελεολογικών και άλλων θεωρειών και φιλοσοφημάτων του επέτρεψε να αντιληφθεί πάνω σε ποιό πλαίσιο μιλούσε ο ξένος, αλλά και πάλι, η όλη εμπειρία του φαινόταν εξωπραγματική. Αλλά αν και ο ορθολογισμός του, του έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου και του επίτασσε να την κάνει όπως όπως και να πάει κάπου ήσυχα για να ξεράσει, μήπως και τον πείραξε άσχημα αυτή η αηδία που είχε πιει μονοκοπανιά, η αίσθηση της περιπέτειας και της περιέργειας που είχε από μικρός, όταν είχε πρωτοαρχίσει να εξερευνά με την τσακαλοπαρέα του τα πάρκα της Πολίχνης μήπως και ανακαλύψει κανένα αιμοδιψές τέρας, επικράτησε πάνω του. Και αποφάσισε να παίξει το παιχνίδι του παράξενου αγνώστου. "Έστω" είπε, φανερά πιο ήρεμος. "Δεν καταλαβαίνω ακριβώς ποιός ή τι είσαι. Αλλά ας δεχτώ ότι είσαι πράγματι αυτός που λες. Τι ήρθες να κάνεις εδώ; Γιατί είσαι άντρας και όχι γυναίκα; Κι εγώ τί ρόλο βαράω; Και μην ξεχάσουμε ότι, πέρα από ό,τι είπες, εγώ και πάλι θα πρέπει να σε φωνάζω με κάποιο όνομα." Ο ξένος έδειχνε να το διασκεδάζει. "Εντάξει λοιπόν... άμα είναι τόσο σημαντικό για εσένα, μπορείς να με λες Τζέρι. Έτσι με είχε φωνάξει μια μισομεθυσμένη κοπέλα που με είχε δει κάποτε στο Manhattan, όταν έπαιξα για αυτήν μια συγχορδία, στην εμπειρία της οποίας ήταν λεπτή σαν σκελετός - και το χαιρόταν όσο τίποτε άλλο. Τί να πω... ίσως της θύμιζα κάποιον. Το όνομα πάντως μου φάνηκε διασκεδαστικό. Κατά τα άλλα, το ότι είμαι άντρας είναι τυχαίο. Επέλεξα να φαίνομαι όπως φαίνομαι καθαρά με βάση την διάθεσή μου. Άλλωστε στο ανθρώπινο παρελθόν και όσο είχα μείνει στην Γη, υπήρξα και γυναίκα. Θυμάμαι κάποτε..." "Καλά, καλά", είπε ο Λεωνίδας. "Δεν μου απάντησες όμως στο σημαντικότερο. Τί δουλειά έχεις εδώ και τί σχέση έχει με εμένα. Α, και κάτι άλλο! Πώς στο καλό διάβασες την σκέψη μου! Το κάνεις και τώρα, ενόσω μιλάμε;" "Λεωνίδα, φίλε μου" είπε ο ξένος και άφησε σέκο τον Λεωνίδα, που δεν του είχε πει το όνομά του, "δεν με έστειλε κάποιος ούτε είμαι αντιπρόσωπος κάποιας εξωγήινης φυλής, αν αυτό σκέφτεσαι - παρεμπιπτόντως, εξωγήινες φυλές που αλωνίζουν το δικό σας Σύμπαν προς εύρεση άλλων νοημόνων φυλών δεν έχουν ακόμα επισκεφτεί την Γη, αλλά να τις αναμένετε οσονούπω. Ούτε είμαι εδώ για κάποιον άλλο λόγο πέρα από το ότι είμαι πράγματι εδώ. Η αιτιότητα του γεγονότος καθορίζεται από το γεγονός της αιτιότητας. Ομοίως βρίσκεσαι κι εσύ εδώ, μαζί μου και μου μιλάς, γιατί πολύ απλά δεν θα μπορούσες να βρίσκεσαι αλλού. Δεν είναι θέμα μοίρας ή κάτι άλλο - το από πριν προαποφασισμένο και προκαθορισμένο από κάποια απροσδιόριστη αρχή γεγονός είναι μια ανοησία και μισή, ένα λογικό σφάλμα, μια φρούδα ψευτοελπίδα που είναι αποκλειστικό δημιούργημα της ανθρώπινης φυλής. Εσύ δημιούργησες μόνος σου το γεγονός και την αιτιότητα - παιδιά της Μουσικής και τα δύο - και πράγματι, να'σαι." Οι νοητικές ακροβασίες του Τζέρι άρχισαν να προκαλούν πονοκέφαλο στον Λεωνίδα. Ο μουσικός το κατάλαβε και άλλαξε ύφος, λέγοντας "φτάνουν όμως αυτά. Με ρώτησες αν διαβάζω τις σκέψεις σου. Αυτό δεν γίνεται. Μια διάνοια, είτε μοναχική είτε ως μέλος μιας συλλογικότητας, είναι απόλυτα αυτόνομη και κανένας δεν έχει το δικαίωμα να την σκαλίζει - χωρίς την άδεια της, έστω. Έτσι και πριν, αντιλήφθηκα την σκέψη σου μόνο επειδή μου το επέτρεψες... πράγμα που μπορείς να το ξανακάνεις, αν θες να παίξω κάτι άλλο για εσένα".
Ο Λεωνίδας τρέναρε το μυαλό του, όταν πρόσεξε με την άκρη του ματιού του ένα περιστεράκι που φτερούγισε εκεί κοντά. Αυθόρμητα σκέφτηκε ότι πετάει.
Και πράγματι, πέταξε.
Τα μάτια του δάκρυζαν από την ταχύτητα και το ψύχος που θα έπρεπε να του ταλαιπωρεί τα πνευμόνια το αισθανόταν σαν δροσιά. Ήταν και πάλι γυμνός και είτε άπλωνε τα χέρια και τα πόδια του είτε τα κρατούσε σφιχτά κολλημένα σον κορμό του, δεν είχε καμιά επίπτωση στην ταχύτητά του. Από κάτω του, σύννεφα. Πυκνά, ολόλευκα, χρυσαφιά, ροδοκόκκινα, πορτοκαλί, μπλε. Ολόγυρά του, ένας βαθυγάλαζος ουρανός και στα αριστερά του ένας τεράστιος Ήλιος, που δέσποζε στο στερέωμα σαν τρομερός και πανίσχυρος αυτοκράτορας. Απότομα, έκανε μια βουτιά, τρύπησε τα απαλά νέφη και βρέθηκε ξάφνου μέσα σε μια βρώμικη θολούρα. Μια θολούρα που παραμόρφωνε την όρασή του, που ενοχλούσε με την δυσωδία της την ευαίσθητη μύτη του, που την ένιωθε να κολλάει πάνω στο δέρμα του σαν άπλυτο ρούχο. Χαμήλωσε λίγο πιο πολύ, ξεφεύγοντας από την βρωμιά, όταν το τοπίο από κάτω του φάνηκε γνωστό. Και πράγματι, κατάλαβε πού ήταν μερικά δευτερόλεπτα αργότερα. Βρισκόταν πάνω από την Θεσσαλονίκη.
Να ο Λευκός Πύργος, το Μακεδονία Palace, ο Ναυτικός Όμιλος. Στα αριστερά και αρκετά πιο μακριά το Δημαρχείο - του φαινόταν ακόμα πιο εκτρωματικά τυχαίο από ψηλά - και το Βυζαντινό Μουσείο. Έστριψε, οδεύοντας προς τα βόρεια. Είδε την Αγίου Δημητρίου, το Καυταντζόγλειο, την Τριανδρία και τα σύνορα της Άνω Τούμπας. Πέρασε από τα πρώην αναδασωμένα κατώτερα όρια του Σέιχ Σου και κατευθύνθηκε προς τον Χορτιάτη. Κάτω του οι άνθρωποι μυρμήγκιαζαν και χαμηλώνοντας ακόμα περισσότερο είδε πως πολλοί φώναζαν κι έδειχναν σαστισμένοι και τρομαγμένοι προς το μέρος του.
Ήταν η απόλυτη αίσθηση της ελευθερίας. Τίποτα δεν τον περιόριζε, δεν τον ισοπέδωνε, δεν τον αιχμαλώτιζε. Η πληρότητα, η συγκίνηση και η ανάταση που ένιωθε ήταν συγκλονιστικές. Μα πριν προλάβει να ξεχάσει την ανθρώπινη και φυσιολογικά γαντζωμένη στο έδαφος υπόστασή του, πριν παραδοθεί τελείως στο χάδι του αγέρα, πριν απολαύσει ένα τρυφηλό και νωχελικό ξάπλωμα σε κάποιο σγουρό συννεφάκι, η αίσθηση της παγωνιάς που είχε ξανανιώσει ξεχύθηκε πάλι στο ανώτερο νευρικό του σύστημα. Και βρέθηκε πάλι να κάθεται δίπλα στον Τζέρι.
Αυτήν την φορά αισθάνθηκε πιο ήπια την μετάβασή του στην πραγματικότητα - ίσως ήταν και περισσότερο προετοιμασμένος για αυτό. "Ήταν απίθανο!" αναφώνησε ενθουσιασμένος. Ο Τζέρι χασκογέλασε. "Ω ναι, φαίνεται πως σου άρεσε πολύ. Εμπρός, σκέψου και κάτι άλλο. Ό,τι θες." Ο Λεωνίδας σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί αυτήν την ανέλπιστη ευκαιρία και στρώθηκε να σκεφτεί ό,τι ανεκπλήρωτο, ανικανοποίητο και υποβόσκον είχε κατά νου. Ανέλπιστα όμως, του ήρθε στο μυαλό ένα ντοκιμαντέρ που είχε δει πρόσφατα και αναφερόταν στο απάνθρωπο έθιμο της κλειτοριδεκτομής στην Σομαλία και άλλες χώρες της Αφρικής. Αυτή του η σκέψη φαίνεται πως ήταν πολύ δυνατότερη από όλες τις άλλες την δεδομένη χρονική στιγμή και κυριάρχησε στο συνειδητό του. Ο Τζέρι τον κοίταξε και είπε "αφού το θέλεις λοιπόν. Αλλά μου φαίνεται πως θα υποφέρεις." Και πριν προλάβει να του πει να σταματήσει, ο κιθαρίστας έπαιξε την συγχορδία του και ο Λεωνίδας παρασύρθηκε σε μια ακόμα δίνη, μόνο που αυτή ήταν σκοτεινή, με ένα αρρωστημένο καφεκόκκινο χρώμα που λες και επιτιθόταν στις κόρες των ματιών και του τις διαπερνούσε σαν πυρωμένη βελόνα. Αγωνιώντας, έκλεισε σφιχτά τα μάτια του.
Όταν τα ξανάνοιξε, είδε μια αρκετά ψηλή και στρουμπουλή μαύρη γυναίκα σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπό του, να τον κοιτάει έντονα και να του φωνάζει "Zainab! Zainab! Σύνελθε! Σύνελθε, κορίτσι, τι έπαθες;" Του μιλούσε σε μια γλώσσα που δεν ήταν ελληνική κι όμως την καταλάβαινε. Αλλά προφανώς δεν αναφερόταν στον ίδιο αλλά σε ένα... τι στο διάολο...
Ο Λεωνίδας κοίταξε κάτω και διαπίστωσε με φρίκη πως το σώμα που είχε τα τελευταία 23 χρόνια δεν υπήρχε πια. Το δέρμα του είχε ένα σκούρο σοκολατί χρώμα, τα χέρια και τα πόδια του ήταν μικρά και κοκαλιάρικα και το μικρό του ύψος του έδωσαν να καταλάβει ότι το κορμί του ήταν κορμί παιδιού. Και όχι μόνο αυτό... σηκώνοντας με μια ξαφνική διαίσθηση το μακρύ πολύχρωμο καφτάνι που φορούσε, διεπίστωσε με μια κραυγή πως είχε αιδοίο.
Και τότε ήρθε η συνειδητοποίηση. Συνέδεσε την τωρινή του - της - κατάσταση με την τελευταία σκέψη που έκανε πριν παίξει ο Τζέρι την αλλόκοσμη συγχορδία του. Είδε ολόγυρά της μαζεμένες γυναίκες, όλες μεγαλύτερες στα χρόνια από αυτήν, άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο. Οι πιο ηλικιωμένες είχαν στυλωμένο το βλέμμα τους έξω από τα παράθυρα της πλίνθινης τρώγλης μέσα στην οποία βρίσκονταν, με ένα ελαφρό μειδίαμα στα παχιά τους χείλη. Οι υπόλοιπες την κοίταζαν ψυχρά. Ανάμεσά τους ξεχώρισε την μητέρα της, την Deega, τις αδελφές της, την Hibo, την Zahra και την Ge Mo'o, όλες μεγαλύτερες από την ίδια, και αρκετές από τις ξαδέλφες της. Είχαν όλες μαζευτεί εκεί και περίμεναν. Περίμεναν να έρθει η ώρα της Zainab.
Από έξω ερχόταν ένας χαλασμός από ουρλιαχτά, βογγητά και πνιχτά κλάματα. Μόλις αυτά σίγησαν, η Deega γύρισε και της είπε "σειρά σου." Και η Zainab κατάλαβε αμέσως τί ακριβώς θα της έκαναν.
Ευθύς όρμησε προς την πόρτα προσπαθώντας να ξεφύγει αλλά οι ξαδέλφες της, ίσως συνηθισμένες σε τέτοιου είδους αντιδράσεις, ήταν πιο γρήγορες. Μία την έπιασε σφιχτά από την μέση και άλλες δύο από τα πόδια. Η Zainab σκουντούφλησε κι αιχμαλωτίστηκε, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Αν και ήξερε ότι πλέον δεν μπορούσε να ξεφύγει, άρχισε να στριφογυρίζει, να χτυπιέται, να κλωτσάει, να δαγκώνει και να φωνάζει. Με τίποτα όμως δεν ξέφευγε από την δυνατή λαβή των ευτραφών ξαδελφών της. "Ζιζάνιο ε;" είπε μια γριά στην Deega. "Όπως βλέπεις" είπε εκείνη επιτιμητικά. "Θα της περάσει όμως. Είναι κάτι που πρέπει να γίνει. Όλες το κάναμε στα εννιά μας χρόνια ακριβώς" πρόσθεσε, εισπράττοντας τα επιδοκιμαστικά μουρμουρητά των υπολοίπων γυναικών. "Είθε να αντέξει όπως οι τρεις αδελφές της" συμπλήρωσε κοιτάζοντας με περηφάνεια τα υπόλοιπα κορίτσια της και προξενώντας τις ακόμα πιο βίαιες αντιδράσεις της Zainab, που θυμήθηκε ότι στο ντοκιμαντέρ που είχε δει ως Λεωνίδας υπήρχαν και μαρτυρίες συγγενών κοριτσιών που είχαν πεθάνει κατά την διάρκεια της επέμβασης.
Προσπάθησαν να την σύρουν έξω από την καλύβα, μάταια όμως. Έτσι την πήραν σηκωτή. Εκείνη ούρλιαζε τόσο δυνατά που ένιωθε ότι τα πνευμόνια της θα σπάσουν, αλλά του κάκου. Κανείς και καμιά δεν έδινε σημασία ούτε έδειχνε οίκτο. Την μετέφεραν κάτω από τον ζεστό απογευματινό ήλιο, μέσα από κάτι ψηλούς και φουντωτούς θάμνους και κοντά σε μια γριά, που έδειχναν να της φέρονται με μεγάλο σεβασμό κι εκτίμηση. Αυτή εξέταζε το κομμάτι από ξυράφι που κρατούσε και είπε "μπααα. Στόμωσε." Χωρίς άλλη κουβέντα το πέταξε χάμω, έχωσε το χέρι της σε ένα ταγάρι που κρεμόταν από την μέση της κι έβγαλε ένα άλλο ξυράφι. Το κοίταξε καλά καλά, το έφτυσε και το σκούπισε στην ποδιά της. Στην συνέχεια είπε στην Deega "την εμπόδισες να πιεί νερό ή γάλα την προηγούμενη νύχτα; Για να μην χρειαστεί να ουρήσει για μερικές ώρες." "Βεβαίως" είπε η Deega κι έδωσε στην κόρη της να δαγκώσει μια ρίζα δέντρου. Η Zainab την έφτυσε και βάλθηκε να συνεχίζει το ουρλιαχτό και το κλάμα, αν και εμφανώς καταβεβλημένη και κουρασμένη από τον τόση ώρα απέλπιδο θρήνο της. "Αφού έτσι θέλει..." είπε η ξεδοντιάρα γερόντισσα και της έκλεισε με ένα μαντήλι τα μάτια, δένοντάς το σφιχτά και μπλέκοντας τον κόμπο με τα μαλλιά της. Στην συνέχεια, η μάνα της της έκλεισε το στόμα, δύο χειροδύναμες γυναίκες που κάθονταν παραδίπλα της έπιασαν το στήθος και άλλες δύο της άρπαξαν τα πόδια, ανοίγοντάς τα.
Την επόμενη στιγμή η Zainab ένιωσε να της κόβουν την σάρκα. Τα μάτια της πετάχτηκαν από τις κόγχες τους και η ανάσα της κόπηκε. Ο πόνος ήταν τόσο αφόρητος, τόσο οξύς, τόσο αβάσταχτος που της έφερε εμετό, της παρέλυσε τα γόνατα κι έκανε το κορμάκι της να τραντάζεται ανεξέλεγκτα. Για μερικά φρικιαστικά δευτερόλεπτα, άκουγε τον πνιχτό ήχο της λεπίδας που πριόνιζε πέρα δώθε την μικροσκοπική, κοριτσίστικη κλειτορίδα της, σέρνοντάς την σε ένα μαρτύριο χωρίς νόημα, λογική και ουσία, σε ένα πόνο που εξαπλωνόταν σε όλο της το σώμα σαν να κυλούσε στις φλέβες της όχι αίμα αλλά καυτό μάγμα, σε μια ζωή όπου θα δοκίμαζε αγωνία, δυσκολία και βάσανο κατά την ούρηση και την έμμηνο ρύση της και πλήρη αναισθησία κατά την διάρκεια των σεξουαλικών επαφών της. Με το που τελείωσε η γριά το φριχτό έργο της, η Zainab έκανε ήδη εμετό πάνω της, στα ρούχα της, στα χέρια που την κρατούσαν. Στην συνέχεια της έβγαλαν το μαντήλι και είδε τί της είχαν κάνει. Είδε την αιματοβαμμένη και ακρωτηριασμένη της ήβη, είδε το κατακρεουργημένο της αιδοίο και την έπιασε μια σκοτοδίνη. Λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις της, πρόλαβε να αντιληφθεί να της δένουν σφιχτά τα πόδια. Ύστερα, σκοτάδι.
Μετά από ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, ένιωσε φως να ξεδιαλύνει την όρασή του, ζεστασιά να ανακουφίζει τα μέλη του και μια γλυκιά απουσία πόνου. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του και είδε και πάλι μπροστά του τον Τζέρι, να τον κοιτάζει με υγρά μάτια και μια έκφραση σκληρής συμπόνοιας. Αν και ακόμα σοκαρισμένος, αναστέναξε με ανακούφιση και ψηλάψισε το σώμα του. Ναι, ήταν και πάλι ο Λεωνίδας. Ο κορμός του, τα μπράτσα του, τα πόδια του, ήταν όλα δικά του. Με εντεινόμενο άγχος έπιασε και τα αχαμνά του, όπου διαπίστωσε με ευχαρίστηση πως ήταν αντρικά, τα ίδια που ήξερε και είχε από την αυγή της ζωής του - και ήταν στην σωστή τους θέση.
"Τι φρίκη ήταν αυτή" σφύριξε και ο Τζέρι βιάστηκε να πει "πρέπει να προσέχεις τί σκέφτεσαι. Η συναίσθηση που αντιλαμβανόμαστε εγώ και η κιθάρα μου μπορεί να λειτουργήσει καμιά φορά αντίθετα από το αναμενόμενο ή απρόβλεπτα, όπως τώρα, που δεν ήσουν ένας απλός μάρτυρας στον ακρωτηριασμό της Zainab αλλά η ίδια η Zainab." "Ε; Κι εσύ πώς ξέρεις ποιός και τί ήμουν;" βιάστηκε να παρατηρήσει ο νεαρός. Ο Τζέρι απέφυγε να απαντήσει. Αντ' αυτού κάρφωσε το βλέμμα του μέσα στα μάτια του Λεωνίδα. "Οι σκοποί που πρέπει να εξυπηρετηθούν είναι καμιά φορά απροσδόκητοι. Αλλά και η ανάγκη για πραγμάτωση ακατανίκητη." Σταμάτησε και παρατήρησε το μπερδεμένο πρόσωπο του Λεωνίδα. "Ξέρεις, μπορείς να παίξεις κι εσύ αν θέλεις." "Μα δεν ξέρω να παίζω" ανταπάντησε ο Λεωνίδας, που του φάνηκε ύποπτη η παραίνεση του αινιγματικού ξένου. "Κι όμως ξέρεις" είπε ο Τζέρι. "Όλοι ξέρουν" πρόσθεσε και του έδωσε την κιθάρα. Μόλις ο Λεωνίδας την πήρε στα χέρια του, οι χορδές αναδεύτηκαν, ταλαντώθηκαν κι έγιναν καπνός. Ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του από αυτό το καινούριο θαύμα, άκουσε τον κιθαρίστα να τον συμβουλεύει "βάλε το ένα χέρι σου στην ταστιέρα - τον λαιμό της κιθάρας. Ύστερα, με το άλλο απλώς... παίξε." "Και τι θα συμβεί; Θα νιώσεις εσύ κάτι;" Ο Τζέρι χαμογέλασε, αλλά το πρόσωπό του ήταν άτεγκτο. "Εγώ πάντα νιώθω αυτό που είναι να νιώσω. Είμαι ένα, εγώ και η κιθάρα μου. Δεν είναι αυτή φορέας κάποιας κοσμικότητας, ούτε εγώ κάποιας άλλης, αλλά και οι δύο μαζί. Όμως παίξε." Ο Λεωνίδας βρήκε και πάλι ακαταλαβίστικα τα μυστηριώδη του λόγια, αλλά είχε πάρει την απόφασή του. Έβαλε στην τύχη το αριστερό του χέρι στην άδεια ταστιέρα και με το δεξί έκανε σαν να ρίχνει μια πενιά.
Σχεδόν αμέσως ένιωσε μια θανατερή παγωνιά σε όλο του το σώμα, ένα θολό παραπέτασμα να καλύπτει τα μάτια του, τα άκρα του να κοκαλώνουν. Τα πνευμόνια του αγωνιούσαν να πάρουν ανάσα, αλλά το διάφραγμά του δεν ανταποκρινόταν στην αγωνία τους. Η καρδιά του σφίχτηκε. Τινάχτηκε για λίγο, ψυχορράγησε κι έπειτα... τίποτα. Κοίταξε γύρω του και είχε νυχτώσει. Αστέρια δεν έβλεπε εξαιτίας της φωτορύπανσης - η παραλία ήταν κατάφωτη και γεμάτη από κόσμο - αλλά το φεγγάρι ήταν λαμπερό και γεμάτο. Γύρισε και είδε τον Τζέρι να τον κοιτάζει με βλέμμα τόσο έντονο, που ήταν λες και τα μάτια του φώτιζαν σαν φάρος σε κάποιο σκοτεινό λιμάνι. Του έδωσε συγχισμένος την κιθάρα λέγοντας "τι στο καλό ήταν αυτό; Ένιωσα μια απαίσια αίσθηση, σαν... σαν να πνιγόμουν. Και ύστερα, ανοίγω τα μάτια μου και διαπιστώνω πως βράδιασε μέσα σε ένα δευτερόλεπτο! Τι παιχνίδι παίζεις;" "Δεν ήταν ένα δευτερόλεπτο. Ήταν πράγματι ώρες ολόκληρες. Γιατί η συγχορδία που έπαιξες ήταν τόσο ισχυρή, που ο ήχος της άργησε πολύ να σβήσει." "Μα εγώ δεν κατάλαβα τίποτα. Ούτε που έχω ξαναπιάσει κιθάρα στα χέρια μου! Τι διάολο συγχορδία έπαιξα;" "Δεν κατάλαβες τίποτα γιατί μετά την αρχική αίσθηση του πνιγμού, του παγώματος, βυθίστηκες στην ανυπαρξία. Γιατί αυτή η συγχορδία που έπαιξες ήταν η συγχορδία του θανάτου." "Τ.. του ποιού;" "Του θανάτου" απάντησε ο Τζέρι ψυχρά. "Του δικού σου θανάτου."
Ο Λεωνίδας τινάχτηκε από το παγκάκι και χωρίς ανάσα άρχισε να φεύγει τρέχοντας, δίχως να ρίξει ματιά πίσω του και νιώθοντας το παγωμένο βλέμμα του Τζέρι να του καρφώνει την πλάτη. Ο τρόμος του έτρωγε τα σωθικά και το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν να φύγει όσο το δυνατόν μακρύτερα από τον σατανικό κιθαρίστα, που τον πότισε με ψευδαισθήσεις, τον νάρκωσε με οράματα κι έπειτα τον παρέσυρε στην παγίδα του. Μια παγίδα και μια τιμωρία που δεν ήξερε γιατί τα άξιζε. Η λογική του, το εύθραυστο οικοδόμημα του κόσμου του και ο τόσο πολύτιμος ορθολογισμός του τον είχαν εγκαταλείψει. Μετά από όσα είχε δει, από όσα είχε νιώσει και ζήσει, ήταν έτοιμος να πιστέψει τα πάντα. Δεν ήξερε αν ο θάνατος που είχε βιώσει για λίγο, υπό την απόκοσμη επίδραση της κιθάρας, θα τον έβρισκε σε μερικά λεπτά, σε μια εβδομάδα ή σε εβδομήντα χρόνια. Ήξερε απλά ότι το ένστικτο της επιβίωσής του ούρλιαζε μέσα στο κεφάλι του, λέγοντάς του μία και μόνη λέξη: φύγε.
Στην τσέπη του, το κινητό του χτυπούσε - και μάλιστα εδώ και αρκετή ώρα. Ποιός ξέρει πόσες κλήσεις και από ποιόν έγιναν καθ'όλη την διάρκεια της ημέρας. Αλλά αυτό λίγο τον ενδιέφερε. Έχοντας αποσυνδέσει το μυαλό από το σώμα του όρμησε χωρίς να σκεφτεί για να διασχίσει τρέχοντας την Λεωφόρο Μεγάλου Αλεξάνδρου. Άκουσε μια κόρνα, ένα ανατριχιαστικό στρίγκλισμα φρένων και μέσα σε μια απειροελάχιστη στιγμή κατάλαβε τί είχε κάνει. Σήκωσε ασυναίσθητα τα χέρια του για να προστατευτεί κι έκλεισε σφιχτά τα μάτια του.
Όταν τα ξανάνοιξε είδε έκπληκτος ότι το αμάξι που θα τον σκότωνε ακαριαία είχε σταματήσει. Όχι, δεν είχε σταματήσει. Είχε παγώσει. Τα πάντα γύρω του είχαν παγώσει, λες και κάποιος είχε πατήσει το pause σε ένα υπερκόσμιο τηλεχειριστήριο. Οι πεζοί είχαν μείνει μετέωροι πάνω στα βήματά τους, τα πουλιά κρεμόντουσαν άτονα στον αέρα, τα μικροσκουπίδια που είχε παρασύρει ο άνεμος ακίνητα στην πορεία τους, τα αυτοκίνητα κοκαλωμένα πάνω στις ρόδες τους, η έκφραση του οδηγού του μοιραίου αμαξιού παγωμένη μέσα στο σάστισμά της.
Ο Λεωνίδας ένιωθε να τον εγκαταλείπουν οριστικά τα λογικά του. Εκείνη την στιγμή όμως, άκουσε μια βαθιά και ζεστή φωνή από πίσω του να λέει "ξέρεις, πρέπει να απολογηθώ." Γύρισε και είδε τον Τζέρι. Τρελός από λύσσα όρμησε καταπάνω του, για να τον χτυπήσει, να τον γρονθοκοπήσει, να τον πνίξει, να του κάνει κάτι τέλος πάντων που θα εκτόνωνε το μίσος του. Αλλά όσο και να έτρεχε, ο Τζέρι δεν πλησίαζε. Κοίταξε τα πόδια του και είδε ότι ναι μεν έτρεχε, αλλά δεν είχε σαλέψει ούτε χιλιοστό από το σημείο που βρισκόταν. Αποκαμωμένος, σταμάτησε. "Μπάσταρδε! Πουτάνας γιε!" ούρλιαξε ασθμαίνοντας. "Γιατί με παγίδεψες έτσι; Ε; Γιατί ρε μουνόπανο; Τί σου έκανα; Τί σου έφταιξα;" έκραξε με απόγνωση, βρίσκοντας μια στιγμιαία ανακούφιση στις βρισιές που εκτόξευε. Ο Τζέρι πάντως παρέμεινε μειλίχιος. "Όπως είπα, πρέπει να απολογηθώ. Είναι αλήθεια ότι σου έστησα μια παγίδα. Αλλά είσαι εσύ που έπεσες μέσα σε αυτήν. Εσύ, που ήθελες άπληστα να δοκιμάσεις όλους τους πειρασμούς της Μουσικής. Εσύ, που οδήγησες τον εαυτό σου σε αυτήν την κατάσταση. Και όλα άρχισαν από την στιγμή που δέχτηκες την πρόσκλησή μου." Ο Λεωνίδας ωρυόταν. "Μα γιατί; Γιατί εγώ;" Ο Τζέρι προχώρησε ένα βήμα και είπε "δεν υπάρχει γιατί. Η αιτιότητα του γεγονότος είναι, όπως σου είπα, το ίδιο το γεγονός. Είσαι εσύ γιατί δεν θα μπορούσε να είναι κανείς άλλος. Για αμέτρητες ζωές ανθρώπων τριγυρνώ στους κόσμους, γνωρίζοντας όλα τα όντα, λογικά και μη, και μελετώ την αντίληψή τους πάνω στην Μουσική - παρακολουθώντας την αλληλεπίδρασή τους πάνω στην διακύμανσή Της... και παράλληλα νιώθοντάς την κι εγώ μαζί τους. Γιατί εγώ από μόνος μου δεν νιώθω τίποτα. Είμαι απλά ένας παρατηρητής, ένας δίαυλος, ένας συλλέκτης εμπειριών, ένα δοχείο που δεν είναι άδειο και που παρ'όλ'αυτά δεν γεμίζει ποτέ. Υπηρετώ την Μουσική και αυτή υπηρετεί τον Εαυτό της μέσα από εμένα. Γιατί εγώ είμαι μόνο μια έκφανση της Μουσικής, τόσο παλιός όσο κι εκείνη και όμως μόνο ένα μέρος της, ένα από τα παιδιά της. Εγώ, είμαι η Συγκίνηση." Φτάνοντας πάνω από τον Λεωνίδα που τώρα είχε γονατίσει και κλαψούριζε σιγανά, του χάιδεψε το κεφάλι και συνέχισε "όμως κουράστηκα. Για πρώτη φορά από την αρχή της Συνειδητότητας ένιωσα να λυγίζω από το βάρος της ύπαρξής μου. Και για πρώτη φορά ζήλεψα ένα τετελεσμένο ον. Είστε πολύ ενδιαφέρουσα ράτσα εσείς οι άνθρωποι. Ατελέστατοι, περιορισμένης αντίληψης κι ευφυίας αλλά πολυπλοκότατοι στις συναισθηματικές σας επιπλοκές. Έχετε τεράστια βαρίδια που σας κρατούν πίσω - τον φόβο, το μίσος, την αδικία και την καταπίεση προς την φύση και την ίδια σας την φυλή. Αλλά άμα τα αποδιώξετε, άμα απελευθερωθείτε, μπορείτε να επιτύχετε θαυμαστή εναρμόνιση με την Μουσική, εναρμόνιση που φυλές αφάνταστα πιο εξελιγμένες από εσάς μόλις άρχισαν να ψυχανεμίζονται... κι αυτός είναι ο λόγος που σας διάλεξα." "Μας διάλεξες;" ρώτησε ο Λεωνίδας γευόμενος τα αλμυρά του δάκρυα. "Ναι. Για να πάρει ένας από εσάς την θέση μου."
Ο Λεωνίδας έμεινε με το στόμα ανοιχτό. "Και αυτός ένας... μπορεί να είμαι εγώ;" είπε ανακαθίζοντας. "Μπορεί να είσαι κι εσύ, ναι. Αν το θέλεις." "Αν το θέλω;!" ξέσπασε ο νεαρός. "Ώστε έτσι κάνεις εσύ τις προτάσεις σου; Παρασέρνοντας τους άλλους στον θάνατό τους, βάζοντάς τους το μαχαίρι στον λαιμό; Εκβιάζοντάς τους; Μην αφήνοντάς τους άλλη επιλογή;" "Με παρεξήγησες" απάντησε ήρεμα ο Τζέρι. "Η παγίδα που σου έστησα δεν αποσκοπούσε στον θάνατό σου. Απλά με το που σε είδα κατάλαβα ότι η δεκτικότητά σου στην Ροή της Μουσικής ήταν ιδιαιτέρως υψηλή. Για αυτό και σε προσκάλεσα κοντά μου. Όλο μου το σχέδιο αποσκοπούσε στο να γοητευτείς από τις συναισθησιακές εμπειρίες της κιθάρας μου, ώστε να δοκιμάσεις να παίξεις μετά κι εσύ. Το τί έπαιξες όμως... αυτό ήταν δικό σου θέμα. Η κιθάρα επέλεξε να εκφράσει το γεγονός που θα πήγαζε από την δράση της ύπαρξής σου. Όχι υπό την μορφή της μοίρας αλλά υπό την μορφή της αιτιότητας." Ο Λεωνίδας τον κοίταξε κατάματα. "Τί μου ζητάς να κάνω;" ρώτησε παραδομένος. "Τίποτα που να μπορείς να το καταλάβεις τώρα" χαμογέλασε ο γιος της Μουσικής συγκαταβατικά. "Κι αν δεν το κάνω;" ρώτησε, αν και ήξερε ήδη την απάντηση. "Αν δεν το κάνεις; Αν δεν το κάνεις... θα γίνει αυτό που καταχρηστικά διέκοψα τώρα. Αυτό που η αιτιότητα της Μουσικής επέλεξε για να συμβεί." Και με αυτά τα λόγια τον τράβηξε και τον σήκωσε από την θέση του. "Έχεις ένα μερόνυχτο για να το σκεφτείς. Αύριο το βράδυ, τέτοια ώρα, θα σε περιμένω εδώ." Ο Λεωνίδας περπάτησε μαζί με τον Τζέρι πάνω στο πεζοδρόμιο. "Κι αν δεν έρθω;" "Ω, θα έρθεις" του έκλεισε το μάτι ο Τζέρι. "Θα έρθεις." Και με το που το είπε αυτό, ο χρόνος ξεπάγωσε, το αμάξι - προς μεγάλη έκπληξη και ανακούφιση του οδηγού - δεν χτύπησε παρά μόνο αέρα και όλα επανήλθαν στους ρυθμούς τους. Ο Τζέρι γύρισε την πλάτη του στον Λεωνίδα κι έφυγε.
Και ο Λεωνίδας το σκέφτηκε. Περιπλανήθηκε χωρίς σκοπό, μόνος, αμίλητος. Δεν ειδοποίησε ούτε την οικογένειά του, ούτε τους φίλους του, ούτε κανέναν. Ποιό θα ήταν άλλωστε το όφελος; Μήπως θα τον πίστευε κανείς; Περπάτησε στους δρόμους της πόλης, πέρασε μέσα από έρημα στενά, υγρά μονοπάτια και σαραβαλιασμένα κτίρια. Έπειτα καβάλησε την μηχανή του, ανέβηκε το Σέιχ Σου και είδε από το παρατηρητήριο την αυγή. Επέστρεψε στο σπίτι του, αποσύνδεσε κι έσβησε όλα του τα τηλέφωνα και βυθίστηκε μέσα στις αναμνήσεις του. Άκουσε ξανά αγαπημένα τραγούδια - όσο κι αν πάντα έλεγε πως δεν έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση σε κάποιο -, είδε μία ακόμα φορά και ορισμένες ταινίες που του είχαν αφήσει κάτι. Πέρασε το τελευταίο του - από όποια άποψη - 24ωρο βυθομετρώντας τον εαυτό του, αναλογιζόμενος αυτά που ήταν, αυτά που είναι και αυτά που πιθανώς θα μπορούσε να γίνει. Και όταν διεπίστωσε πως η ώρα ζύγωνε, ντύθηκε απλά και ξεκίνησε για την πιο σημαντική συνάντηση της ζωής του.
Φτάνοντας είδε τον Τζέρι να τον περιμένει, γρατζουνώντας την κιθάρα του. "Αποφάσισες" είπε ο Τζέρι. "Ναι" απάντησε ο Λεωνίδας. Και χαμογελώντας, συμπλήρωσε "και ξέρεις τί αποφάσισα." "Ω, ναι" απάντησε με ένα δικό του αστραφτερό χαμόγελο ο κιθαρίστας. Κι εκείνη την στιγμή, ο Τζέρι έπαιξε μία συγχορδία κι ένας τρομερός στρόβιλος γύρω τους άλλαξε το σκηνικό, μετακινώντας πράγματα, ανθρώπους και ζώα. Με το που κόπασε, τα πάντα γύρω απόμειναν στατικά, ακίνητα και ο Λεωνίδας έντρομος συνειδητοποίησε πως μεταφέρθηκαν στην χθεσινοβραδινή σκηνή του παρ'ολίγου θανάτου του. Τα πάντα ήταν ίδια, ακόμα και η γεμάτη έκπληξη έκφραση του οδηγού. "Τί είναι αυτά;" φώναξε πισωπατώντας. "Ηρέμησε. Δεν είναι για σένα. Είναι για μένα" είπε ο κιθαρωδός και μετά έδωσε την κιθάρα στα χέρια του Λεωνίδα. Με μιας, οι χορδές της εξαφανίστηκαν και πάλι.
Ο Τζέρι προχώρησε, παίρνοντας την θέση του νεαρού μπροστά από το διερχόμενο αμάξι. "Γιατί το κάνεις αυτό;" ρώτησε ο Λεωνίδας. "Για να διαφυλάξω την Ισορροπία" απάντησε η αποκαθηλωμένη Συγκίνηση. "Εδώ έπρεπε να τελειώσει μια ζωή. Έπρεπε να περάσει στην ανυπαρξία, ώστε άλλες Δυνάμεις του κόσμου να συνεργαστούν με την Μουσική και να προχωρήσουν στην κηδεμονία μιας διάνοιας που θα αναχωρήσει για ανώτερα επίπεδα συνειδητότητας. Μην στενοχωριέσαι, φίλε μου. Το θέλω αυτό. Το θέλω όσο τίποτα άλλο. Η ανακούφιση της λησμονιάς, η ευδαιμονία της μη - ύπαρξης, η γεύση της ελευθερίας... ω ναι, πιστεύω ότι μετά από τόσο καιρό μου αξίζουν." Σταμάτησε για να σκουπίσει ένα δάκρυ που κύλισε από το μάτι του. "Όχι πως δεν θα μου λείψουν όλα αυτά... ή ότι αυτό που κάνω έχει ξανασυμβεί σε όλη την μη - γραμμική Ιστορία του Είναι. Αλλά έτσι είμαι εγώ, παρορμητικός. Αλλιώς τι σόι Συγκίνηση θα ήμουν;" Ξερόβηξε και πρόσθεσε "να ξέρεις πως θα μαζέψεις εμπειρίες που ούτε μπορείς τώρα να διανοηθείς." Ο Λεωνίδας βυθίστηκε στην σιωπή για λίγες στιγμές κι έπειτα του είπε "πάντως, Τζέρι... η απόφαση που πήρα δεν είχε καμία σχέση με το γεγονός ότι θα αντιμετώπιζα τον θάνατό μου. Μετά από αυτά που πέρασα... αυτό ήταν το λιγότερο. Δεν φοβόμουν να πεθάνω." "Ε εντάξει, για να πούμε την αλήθεια, ίσως και να φοβόσουν λίγο" απάντησε πονηρά ο Τζέρι και με ένα εγκάρδιο γέλιο έκλεισε το μάτι στον Λεωνίδα. Εκείνος του απάντησε με ένα γέλιο εξίσου πηγαίο και την επόμενη στιγμή η κίνηση του Κόσμου αποκαταστάθηκε. Το αμάξι δεν προσέκρουσε στον Τζέρι, αλλά διήλθε από μέσα του, τον διαπέρασε κι εκείνος διαλύθηκε σε αμέτρητους φωτεινούς, χρυσούς και ασημένιους κόκκους που εκτινάχτηκαν σε όλη την γύρω περιοχή, λαμπύρισαν δημιουργώντας μια φωταψία ανάλογη του ημερήσιου φωτός και ύστερα τρεμόσβησαν και χάθηκαν σαν μετέωρα.
Κι εκείνη την στιγμή, η κιθάρα του Λεωνίδα απέκτησε ξανά χορδές. Τις δικές του χορδές. Ένιωσε μια θέρμη να τον διαπερνάει, και μέσω αυτού όλη την Πλάση. Το σώμα του φώτιζε με ένα αόρατο και συνάμα εκτυφλωτικό φως. Ξαφνικά, όλα γύρω του, από τα όμορφα σπουργιτάκια έως τις γκρίζες και βρώμικες οικοδομές, απέκτησαν νέα υπόσταση, νεό ρυθμό. Έβλεπε την Μουσική μέσα και γύρω τους. Και όχι μόνο σε αυτά. Έβλεπε την Μουσική μέσα και γύρω από τα Πάντα. Άκουγε, άγγιζε, ένιωθε την ίδια την δομή του Κόσμου, όλων των πραγμάτων ταυτόχρονα και ξεχωριστά. Και μπορούσε να δει τα Αδέλφια του και την Μητέρα του να του χαμογελούν - ανυπόστατοι στην μη - υλικότητά τους αλλά τόσο πραγματικοί στην ύπαρξή τους.
Μπροστά του ξεδιπλώθηκαν Σύμπαντα μέσα σε άλλα Σύμπαντα, κόσμοι πρωτόφαντοι, μυστηριώδεις, που τους ήξερε και όμως δεν τους είχε ανακαλύψει ποτέ. Κόσμοι, που αν και δεν το είχε κουνήσει από το πεζοδρόμιο κοντά στην διάβαση της Λεωφόρου Μεγάλου Αλεξάνδρου, ήταν κιόλας μπροστά του, περιμένοντάς τον σαν γλυκοί πειρασμοί.
Ο Λεωνίδας δεν ήταν πια ο Λεωνίδας. Ήταν ο κλειδοκράτορας, ο γνώστης, αυτός που ρύθμιζε και ταυτόχρονα αντιδρούσε στην αλληλεπίδραση κάθε όντος, κάθε αντικειμένου, κάθε στοιχειώδους σωματιδίου με την αλήθεια της Μουσικής. Ήταν ο μοναδικός, αλλά δεν ήταν μόνος. Ήταν η Συγκίνηση.
Έβαλε την κιθάρα του στον ώμο, διάλεξε τον προορισμό του και κοιτώντας για μια τελευταία φορά το σημείο που η ύπαρξη του Τζέρι είχε τελειώσει, χαμογέλασε.
11 σχόλια. Βγάλτε το από μέσα σας!:
Αυτο ---> "Η αιτιότητα του γεγονότος καθορίζεται από το γεγονός της αιτιότητας¨" και η ανάλυση για την εμπειρία είναι όλα τα λεφτά.
Dimo διάβασα την ιστορία σου.
Σαν όνειρο μου φαίνεται δικό σου,πραγματικό όνειρο.
Στο σημείο της κατάθλιψης ,κάπου φωτογραφίζεσαι ,δεν είναι κατάθλιψη τα έχεις ζήσει όλα και είσαι έτοιμος για άλλη φάση ποιό ώριμη.
Μου θυμίζει λίγο άλλη μια τέτοια ιστορία σου με το Δάσος.Έχεις την ικανότητα να φτιάχνεις ένα εξωπραγματικό,εξωλογικό κόσμο.
Ψάχνω το γιατί αυτή η ιστορία?Αν θες μου απαντάς δεν είναι απαραίτητο.Δεν πετάχτηκε η ιστορία από το πουθενά,έχει παρελθόν ,επεξεργασία μέσα σου.
Καλησπέρα σε όλους. Να συμπληρώσω κάτι: η μαρτυρία της κλειτοριδεκτομής προέρχεται (στο περίπου) πράγματι από ένα συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ που είχα δει σχετικά με αυτήν την βαρβαρότητα εναντίον των γυναικών της Αφρικής. Ήταν από ένα επεισόδιο του "Εξάντα" του Αυγερόπουλου, μόνο που εκεί, αν θυμάμαι καλά, αναφερόταν στο Μαλί και όχι στην Σομαλία. Φριχτή λεπτομέρεια: αρκετές γυναίκες, που είχαν υποστεί οι ίδιες ακρωτηριασμό και που πολλές φορές το έκαναν σε κοριτσάκια, θεωρούσαν την διαδικασία απαραίτητη, χρήσιμη, ακόμα και φυσιολογική. Τί σου κάνει ο εξανδραποδισμός και η πλύση εγκεφάλου...
Γλυκιά μου Josephine, χάρηκα που σου άρεσε. Είχα ένα μικρό φόβο ότι αυτά τα κατεβατά, στα οποία προσπάθησα να αναλύσω το κάπως πιο φιλοσοφικό υπόβαθρο του κειμένου, θα ήταν βαρετά και χωρίς ιδιαίτερο νόημα. Πάλι καλά που τουλάχιστον εσύ και μερικά ακόμα άτομα που μου το είπαν κατ'ιδίαν τα εκτίμησαν. Ευχαριστώ πολύ...
Φίλε Μιχάλη, στο λέω με κάθε ειλικρίνια πως αν και με έπιασε μια καντίφλα αυτήν την περίοδο λόγω εξετάσεων, πίεσης και των συναφών λόγων (έξω ξανακάνει υπέροχο καιρό κι εγώ λιώνω στα μπετά), η ψυχική μου κατάσταση δεν ομοιάζει με το αδιέξοδο του Λεωνίδα. Καθόλου. Αλλά είναι αλήθεια πως έχω φτάσει σε μια φάση, σε μια καμπή της ζωής μου που θέλω να ολοκληρώνω κάποια πράγματα για να αρχίσω άλλα. Θέλω να πάρω το πτυχίο μου, κι έτσι ξεμπερδεύω τα τελευταία μαθήματα ώστε να τελειώσω του χρόνου και την διπλωματική, θέλω να τελειώσω με την άχρηστη υποχρέωση του στρατιωτικού, θέλω, θέλω... Άλλωστε για μετά έχω μεγάλα σχέδια που ελπίζω να πραγματοποιήσω, όπως κάποια ταξίδια, που είχα γράψει και σε ένα προηγούμενο post. Σε αυτό το σημείο και στην διάθεση για μια νέα ζωή (λέγοντας νέα εννοώ πλέον ως ενεργός πολίτης, επαγγελματίας, ερευνητής κ.ο.κ.) ναι, έβαλα στοιχεία Δήμου στον Λεωνίδα. Αλλά μέχρι εκεί. Ο Λεωνίδας νιώθει πνιγμένος σε σημείο κατάθλιψης και οποιαδήποτε μελλοντική προοπτική τον πνίγει περισσότερο, τόσο ώστε μόνο μια τελείως αλλόκοσμη πρόταση, όπως αυτή του Τζέρι, τον ευχαρίστησε και τον γέμισε. Αν και δεν πρέπει να τα λέω αυτά γιατί προκαταβάλλονται οι αναγνώστες, θεώρησε ότι η ψυχική κατάσταση του Λεωνίδα ήταν ένα επιπλέον κίνητρο που του έδωσα ώστε να παίξει εξαρχής με την φωτιά.
Κοίτα να δεις... την ερώτηση για το αν η ψυχολογία του Λεωνίδα είναι κατά κάποιον τρόπο η δική μου, μου την έκανε και χτες το βράδυ μια φίλη μου. Το γλυκό μου, είχε στενοχωρηθεί.
Ο "Αρλεκίνος" ήταν αρκετά πιο ονειρικό και φαντασιακό, ήταν μια καθαρή καταραμένη ιστορία αγάπης, που λάμβανε χώρα σε έναν απροσδιόριστο χρόνο, σε μια απροσδιόριστη πολιτεία. Το όποιο βαθύτερο νόημα που είχε ήταν προφανέστατα οικολογικό, αλλά από την άλλη ήταν μια καθαρόαιμη ερωτική περιπέτεια, με ψήγματα τρόμου και αρκετό σεξ. Τίποτα παραπάνω... βέβαια, ο καθένας βλέπει σε αυτήν διαφορετικά πράγματα και εκεί έγκειται η γοητεία του διηγήματος και του κάθε διηγήματος. Ο "Αρλεκίνος" μάλιστα είχε καλή υποδοχή, αν και προφανώς δεν διεκδίκησα και ιδιαίτερες δάφνες πρωτοτυπίας με αυτόν. Ήταν αρκετά μέτριος. "Η τελευταία συγχορδία από την άλλη", αν και σαφέστατα ρεαλιστική στον χωροχρόνο που εκτυλίσσεται, είναι εν τούτοις φαντασιακότερη σε αρκετά σημεία της πλοκής και με καθαρά φιλοσοφικό υπόβαθρο. Προσπαθώ να θέσω κάποιους προβληματισμούς, χωρίς να ξέρω αν το καταφέρνω. Αν και δεν έχει την γοτθική ατμόσφαιρα και την ποιητικότητα - λυρικότητα του "Αρλεκίνου", το νέο διήγημα είναι κατά την γνώμη μου αρκετά συμπαγέστερο και ωριμότερο.
Βέβαια, ο χειρότερος κριτής κάποιου είναι καμιά φορά ο ίδιος, οπότε το βουλώνω και αφήνω τα σχόλια και τις αναλύσεις περί του διηγήματος σε εσάς.
Γιατί όλη η ιστορία; Ιδέα δεν εχω. Γενικά σε αυτό το blog γράφω ό,τι μου κατέβει, πράγμα που θα έχεις μάλλον διαπιστώσει. Σχηματίστηκε πριν κανένα δεκαπενθήμερο η κεντρική ιδέα στο μυαλό μου (υποβοήθησε και η απίστευτη εμπειρία του διαβάσματος της "Κυβεριάδας" του Στανισλάβ Λεμ, ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα που συνδυάζει με διαστροφικά ευφυή τρόπο την φαντασία, την επιστήμη, τους φιλοσοφικούς και μεταφυσικούς προβληματισμούς και το κατάμαυρο χιούμορ), μετά μου ήρθε η έμπνευση και όποτε ξέκλεβα τα απογεύματα καμιά ώρα... έγραφα. Η μετέπειτα επεξεργασία λάμβανε χώρα κατά την διάρκεια του ίδιου του γραψίματος. Είπαμε, αυτόματη γραφή α λα Paul Eluard.
Σημείωση: προβληματισμούς σχετικά με την ύπαρξη και το νόημά της μέσα στο Σύμπαν παραθέτω σε μια πολύ εκτενέστερη κλίμακα στο μεγάλης έκτασης διήγημα που είχα γράψει παλιότερα, την "Πτώση". Αν και εμφανώς πιο ανώριμο σε ύφος, πιστεύω πως σε πολλά σημεία είναι αρκετά δυνατό ως ανάγνωσμα.
Το περί κατάθλιψης ήμουν σίγουρος ότι δεν ίσχυε ,αλλά η τοποθέτηση ήταν προβοκατόρικη για να ανιχνεύσω τη ψυχική σου κατάσταση,για να εκμαιεύσω αυτό που μου είπες περί καμπής,για να μου πεις αυτά που ακριβώς υποψιαζόμουνα δηλαδή ονειρεύεσαι κάτι μελλοντικό και θέλεις το παρόν να περάσει.Δεν είσαι ώριμος για φαντάρος άφησε το σαν σκέψη άνοιξε τα πανιά σου και φύγε για εξωτερικό.Με το δυναμισμό που έχεις θα διαπρέψεις.Eνας μαθητής μου πήγε Ολλανδία έκανε μεταπτυχιακό τωρα με έδρα το Άμστερνταμ μελετά ένα έργο με γέφυρες στο Παναμά,Νορβηγία κλπ.εργαζόμενος σε ιδιωτική εταιρεία.
Ήταν πράγματι μια αισχρή προβοκάτσια από μέρους μου! :)
Το φανταριλίκι πράγματι δεν το έχω σκοπό να το περαιώσω μετά το πτυχίο. Πρώτα θα κοιτάξω να κάνω, αν μπορώ, τα μεταπτυχιακά που έχω υπόψη μου και μετά. Απλά το νιώθω σαν βαρίδι που αργά ή γρήγορα θα πρέπει να φύγει.
Καλησπέρα!
Το κείμενό σου με παρέσυρε... Σε έναν μαγικό κόσμο που όλες οι σκέψεις και τα συναισθήματα μπερδεύονται και στο τέλος δεν υπάρχει καμμία λογική εξήγηση γιατί οι ήρωες έζησαν όλα τους τα πάθη μέσα στο κείμενο...
Ναι, η αυτόματη γραφή είναι η κύρια πηγή έμπνευσης του σουρεαλιστικού ρεύματος γενίκότερα..
Χαίρομαι που σε βρήκα! :)
Ioanna*
Κι εγώ χαίρομαι που με βρήκες Ιωάννα μου... καλώς ήρθες. Ελπίζω και ό,τι άλλο γράψω να σου φανεί ενδιαφέρον και να σε κάνω τακτική αναγνώστρια.
[b][url=http://www.bestbagsonlinestore.com/]louis vuitton outlet[/url][/b] It should not be that way, and quite frankly I am undecided why it can be that way, but it's truth. That's why, after you know you have a virus along with your (up-to-date!) AV software package will not catch it, I like to recommend jogging an additional bundle. Many AV software sellers have cost-free trials, or totally free on-line demos, that server wonderfully to be a second-line check out.
[b][url=http://www.uggsclearanceonline.co.uk/]uggs[/url][/b] e. it provides a ratchet so it may only be turned anti-clockwise to further improve the evident elapsed time period. If the bezel may possibly just be turned the other way this may probable suggest to the diver how the elapsed time was shorter instead of truth, which could normally be really hazardous.
[b][url=http://www.louisvuittonwebsite.co.uk/]Louis vuitton uk[/url][/b] With a great deal of women purses and handbags that transpire to be occasionally impacting this industry, it takes place to be really complicated choose for applicable purses and handbags to fit every single ethnical abilities or perhaps moments. Just be sure to go for baggage which may be exquisite, sophisticated, elegant not forgetting realistic in addition. Most ladies purses and purses are usually considered a good financial commitment independently which makes it relatively very important to help you out to material label normal reasons that develop a terrific pick answers.
Deciding upon minimal recognized on line sellers or acquiring from on the internet auctions is not just preferable. Whatever you need to do is usually to execute a selected quest for a skilled stocker of genuine variants. You are able to subsequently assess the solutions out there, for full assurance..
[b][url=http://www.cheapuggsonlinesale.co.uk/]discount ugg boots[/url][/b] We frequently increase to our choice with the emphasis on delivering top-of-the-line Swiss watches. Luxury Swiss Look at Shop has expanded its line and possesses become one of many largest on-line watch retailers with more than 4000 diverse designs of watches and observe components louis vuitton tambour 227 chrono pvdru look at from above one hundred brand names. Mainly because we have been affiliate louis vuitton tambour chronograph ss band brown7750 observe with eBay and PayPal your transactions are safe and also your louis vuitton observe box set purchases are guarded..
[b][url=http://www.uggsoutletshopus.com/]uggs outlet[/url][/b] The United Nations around the world is often a worldwide intergovernmental firm which had been designed with the intention of intervening whilst from the quarrels relating to nations, louis vuitton initialed or monogrammed so buy louis vuitton on line retaining away from geared up turmoil. It is considerably from, nevertheless, a global administration. When you have any worries regarding your individual overall health or maybe the wellbeing of your respective child, you should often consult that has a doctor or any other healthcare expert.
Δημοσίευση σχολίου